παρεκδιδομένη
1παρεκδιδομένῃ — παρά ἐκδίδωμι give up pres part mp fem dat sg (attic epic ionic) …
2παρεκδίδωμι — Α 1. δίνω κρυφά σε γάμο, παντρεύω κρυφά 2. (η μτχ. θηλ. ενεστ. ως κύριο όν.) Παρεκδιδομένη τίτλος κωμωδίας τού Αντιφάνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐκδίδωμι «δίνω σε γάμο, παντρεύω»] …