παρδαληφόρος
1παρδαλήφορος — ον, Α (για το δέρμα τής λεοπάρδαλης) αυτό το οποίο φέρει η λεοπάρδαλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάρδαλις + φόρος (< φέρω). Η προπαροξυτονία προσδίδει στη λ. παθητική σημ.] …
2παρδαλήφορον — παρδαλήφορος leopard borne masc/fem acc sg παρδαλήφορος leopard borne neut nom/voc/acc sg …