παρα-χρίω
1παραχρίει — παραχρί̱ει , παρά χρίω touch the surface of a body slightly pres ind mp 2nd sg παραχρί̱ει , παρά χρίω touch the surface of a body slightly pres ind act 3rd sg …
2παραχρίσεις — παραχρί̱σεις , παρά χρίω touch the surface of a body slightly aor subj act 2nd sg (epic) παραχρί̱σεις , παρά χρίω touch the surface of a body slightly fut ind act 2nd sg …
3παραχρισθείς — παραχρῑσθείς , παρά χρίω touch the surface of a body slightly aor part pass masc nom/voc sg …
4παραχρίσας — παραχρί̱σᾱς , παρά χρίω touch the surface of a body slightly aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …
5παραχρίσῃς — παραχρί̱σῃς , παρά χρίω touch the surface of a body slightly aor subj act 2nd sg …
6χραύω — ΜΑ (ποιητ. τ.) 1. αγγίζω ελαφρά 2. τραυματίζω ελαφρά. [ΕΤΥΜΟΛ. Δυσερμήνευτος ρηματ. τ., ο οποίος απαντά μόνο σύνθ. (πρβλ. πρτ. ἐν έχρανε), καθώς και σε ορισμένους τ. μτχ. (πρβλ. χραυόμενον / χραυζόμενον) και αορ. (πρβλ. τους τ. τού Ησύχ. ἔχραυσεν …
7χρίμπτω — και πιθ. γρφ. χρίπτω Α 1. φέρνω κάτι κοντά σε κάτι άλλο 2. (αμτβ.) πλησιάζω 3. μέσ. χρίμπτομαι α) (με δοτ. και γεν.) έρχομαι κοντά, προσεγγίζω («νεκροθήκης οὐ χριμπτόμενος», Ευρ.) β) περνώ ξυστά, αγγίζω ελαφρά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέσεις …