παρα-χορεύω
1παραχορεύων — παρά χορεύω dance a round pres part act masc nom sg …
2παραχορεύω — ΝΜΑ νεοελλ. χορεύω πάρα πολύ μσν. χορεύω κοντά, παραπλεύρως, δίπλα αρχ. χορεύω κοντά στον χορό ή είμαι μέλος τού χορού …
3αντικείμενο — (Γραμμ.).Ουσιαστικό (αλλά και οποιοδήποτε μέρος του λόγου ή και ολόκληρη πρόταση, που λαμβάνονται ως ουσιαστικά) που τίθεται σε πλάγια πτώση απροθέτως, ως ολοκλήρωση του νοήματος που εκφράζει το ρήμα. Ρήματα που εκφράζουν την απλή ύπαρξη, την… …