παρα-χαράσσω

  • 1χαρακτήρας — Παραγόμενη από το χαράσσω, σκαλίζω, η λέξη χ., στη φιλοσοφία και στην ψυχολογία, σημαίνει το τυπικό αποτέλεσμα, στην ατομική περίπτωση –που πάντα αλλάζει, αλλά ωστόσο έχει σταθερότητα και συνέπεια– της διαπλαστικής επίδρασης παραγόντων, που… …

    Dictionary of Greek

  • 2θεοχάρακτος — η, ο (AM θεοχάρακτος, ον) ο χαραγμένος από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο + χαρακτος (< χαράσσω), πρβλ. α παρα χάρακτος, εν χάρακτος] …

    Dictionary of Greek