παρα-πλήρωσις

  • 1πλήρωση — η / πλήρωσις, ώσεως και ιων. τ. ιος, ΝΑ [πληρώ] το να πληρούται, να γεμίζει κάτι τελείως, το τέλειο γέμισμα νεοελλ. 1. εκπλήρωση, εκτέλεση (α. «η πλήρωση τών όρων τού συμβολαίου» β. «πλήρωση τών απαιτήσεων») 2. φρ. «γλωσσική πλήρωση» (γλωσα)… …

    Dictionary of Greek