παρα-κινδῡνεύω

  • 1κινδυνευτής — ακινδυνευτής, ὁ (Α) [κινδυνεύω] ο ριψοκίνδυνος και παράτολμος άνθρωπος («παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταί», Θουκ.) …

    Dictionary of Greek

  • 2κοντεύω — (I) και κοντεύγω (Μ κοντεύω και κοντεύγω) 1. προσεγγίζω, πλησιάζω κάποιον ή κάτι, έρχομαι κοντά («κάνε υπομονή, κοντεύουμε να φτάσουμε στο χωριό») 2. φέρνω κοντά, σιμώνω («όντα θα με κοντέψουνε στής εκκλησιάς τη στράτα», Πασπάτ.) 3. (ενεργ. και… …

    Dictionary of Greek