παραφωτισμός
1παραφωτισμός — ὁ, Α ψεύτικος, νόθος, ατελής, αμυδρός φωτισμός, όπως είναι ο φωτισμός τού Ηλίου μετά τη δύση του. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + φωτίζω] …
2παραφωτισμοῦ — παραφωτισμός false light masc gen sg …
1παραφωτισμός — ὁ, Α ψεύτικος, νόθος, ατελής, αμυδρός φωτισμός, όπως είναι ο φωτισμός τού Ηλίου μετά τη δύση του. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + φωτίζω] …
2παραφωτισμοῦ — παραφωτισμός false light masc gen sg …