παραυτίκᾰ
1παραυτίκα — present indeclform (adverb) …
2παραυτίκα — ΝΜΑ (επίρρ. χρον.) αμέσως, ευθύς, πάραυτα (α. «καὶ πάντες ἐσηκώθησαν, ἔφυγον παραυτίκα», Πρόδρ. β. «ἤ καὶ παραυτίκα ἤ χρόνῳ», Ευρ.) αρχ. 1. (ενάρθρως) τὸ παραυτίκα ευθύς («καὶ τὸ παραυτίκα μὲν λόγος οὐδεὶς ἐγένετο», Ηρόδ.) 2. (με ουσ.) δηλώνει… …
3παραυτίκ' — παραυτίκα , παραυτίκα present indeclform (adverb) …
4παραυτίχ' — παραυτίκα , παραυτίκα present indeclform (adverb) …
5абиѥ — (857) нар. Тогда, тотчас; теперь: И тоу абиѥ отъкрышѩ || ѥдинъ. отъ златыхъ онѣхъ ларевъ. И начѩша искладати. срачицѣ и свиты цс҃рьскы˫а. Изб 1076, 272 272 об.; и абиѥ вьсѣмъ весла ѡ(т) роукоу испадоша. и вьси отъ страха омьртвѣша. СкБГ XII, 13г; …
6παραυτίκως — Μ επίρρ. πάραυτα, παραυτίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραυτίκα + επιρρμ. κατάλ. ως] …
7бързыи — (143) пр. Быстрый, скорый: и кости же иѡсифовы въземъше изидоша. замешено же тѣсто несѩхоу. поне же нѣ даша имъ испечи. борзаго ради шьстви˫а. КН 1280, 605б; бързаго же ради шествi˫а изнеможесѩ левъ мнихъ. ПрЛ XIII, 148б; молнь˫а... въ борзо… …
8δέος — το (AM δέος, Α και δεῑος) 1. φόβος, ανησυχία για το κακό που φαίνεται να πλησιάζει 2. φρ. «τὸ ἀντίπαλον δέος» ο φόβος ότι ο αντίπαλος είναι εξίσου ισχυρός (και επομένως αβέβαιη η έκβαση τού ανταγωνισμού) αρχ. 1. η αιτία τού φόβου («οὔ τοι ἔπι… …
9ψηφίζω — ΝΜΑ [ψήφος] νεοελλ. εκλέγω, αναδεικνύω κάποιον, στα πλαίσια εκλογικής αναμέτρησης (α. «τόν ψήφισαν και πάλι δήμαρχο» β. «ο λαός ψήφισε τους συντηρητικούς») νεοελλ. αρχ. (στην αρχ. το μέσ. ψηφίζομαι) 1. (γενικά) εκφράζω τη γνώμη μου με την ψήφο… …
10ԱՌԺԱՄԱՅՆ — ( ) NBH 1 0303 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 9c, 10c, 11c, 12c, 13c ա. εὑθέως, παραυτίκα statim, confestim Անդէն ʼի նմին ժամու. նոյնժամայն. նոյնհետայն. վաղվաղակի. ... *Հատուսցես առժամայն. Յոբ. ՟Դ. 15: *Դարձցին… …
- 1
- 2