παραυτά
1παραυτά — πάραυτα immediately indeclform (adverb) παραυτά immediately indeclform (adverb) …
2πάραυτα — immediately indeclform (adverb) …
3πάραυτα — ΝΜΑ και παραυτά Α και πάραυτας Ν (επίρρ. χρον.) αμέσως, παρευθύς, στη στιγμή, αυθωρεί (α. «πάραυτ η γνώμη ντου άλλαξε», Ερωτόκρ. β. «πάραυτα δ ἐλθεῑν ἐς Ἰλίου πόλιν», Αισχύλ.) αρχ. 1. προς στιγμή, στιγμιαία 2. κατά τον ίδιο χρόνο, την ίδια στιγμή …
4άμα — (Α ἅμα) Ι. (ως επίρρημα) (παροιμιώδης φράση) «ἅμ’ ἔπος ἅμ’ ἔργον», πάραυτα, αμέσως, παρευθύς, στη στιγμή και νεώτ. «εν τω άμα» και «ἐν τῷ ἅμα καὶ τό θάμα» αρχ. (κυρίως με άμεση αναφορά σε χρόνο) 1. αμέσως, συγχρόνως 2. με την ίδια σημασία… …
5κάταυτα — (Μ) επίρρ. αμέσως τώρα, πάραυτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κατ’ αὐτά με συνεκφορά, πρβλ. πάραυτα] …
6επαυτίκα — ἐπαυτίκα (Α) (χρον. επίρρ.) ευθύς αμέσως, πάραυτα …
7μοναύτα — (Μ μοναύτα και μαναύτα και μόναυτα) επίρρ. ευθύς, αμέσως, χωρίς αναβολή μσν. (ως χρον. σύνδ.) μόλις, αμέσως μόλις. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιρρμ. μόνον + πληθ. ουδ. αὐτὰ τής αντων. αὐτός. Ο τ. μόναυτα κατά το πάραυτα] …
8παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… …
9παραυτίκα — ΝΜΑ (επίρρ. χρον.) αμέσως, ευθύς, πάραυτα (α. «καὶ πάντες ἐσηκώθησαν, ἔφυγον παραυτίκα», Πρόδρ. β. «ἤ καὶ παραυτίκα ἤ χρόνῳ», Ευρ.) αρχ. 1. (ενάρθρως) τὸ παραυτίκα ευθύς («καὶ τὸ παραυτίκα μὲν λόγος οὐδεὶς ἐγένετο», Ηρόδ.) 2. (με ουσ.) δηλώνει… …
10παραυτίκως — Μ επίρρ. πάραυτα, παραυτίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραυτίκα + επιρρμ. κατάλ. ως] …
- 1
- 2