παρατρέφω
21παρέτρεφε — παρατρέφω feed beside imperf ind act 3rd sg …
22παρέτρεφεν — παρατρέφω feed beside imperf ind act 3rd sg …
23παρατρεφομένας — παρατρεφομένᾱς , παρατρέφω feed beside pres part mp fem acc pl παρατρεφομένᾱς , παρατρέφω feed beside pres part mp fem gen sg (doric aeolic) …
24παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… …
25παράτροφος — ον, Α [παρατρέφω] αυτός που ανατράφηκε μαζί με άλλους, στο ίδιο σπίτι («δοῡλοι οἰκογενεῑς και παράτροφοι», Πολ.) …
26συμπαρατρέφω — Α ανατρέφω, εκτρέφω συγχρόνως («καὶ θηρία συμπαρατρέφουσα», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παρατρέφω «ανατρέφω, συντηρώ»] …