παρατηρητικῶς
1παρατηρητικῶς — παρατηρητικός good at observing adverbial …
2παρατηρητικός — ή, ό / παρατηρητικός, ή, όν, ΝΑ [παρατηρητής]· αυτός που έχει την ικανότητα να παρατηρεί, ο ικανός να ενεργεί παρατηρήσεις, οξυδερκής, διορατικός νεοελλ. αυτός που εκδηλώνει παρατήρηση ή επίκριση, επικριτικός, αποδοκιμαστικός («παρατηρητικό… …