παρασῑτ-έω

  • 1σπαργάνωση — η / σπαργάνωσις, ώσεως, ΝΑ [σπαργανῶ, ώνω] σπαργάνωμα νεοελλ. (παρασιτ.) προνυμφική παρασιτική διαταραχή που οφείλεται στην προνύμφη τού δεύτερου σταδίου, ή πληροκερκοειδές ή σπάργανο, ορισμένων κεστωδών σκωλήκων, όπως λ.χ. τών ψευδοφυλλιδίων και …

    Dictionary of Greek

  • 2σπειρόπλασμα — το, Ν (παρασιτ.) γένος προκαρυωτικών σπειροειδών πρωτίστων χωρίς περικυτταρικό τοίχωμα, που παρασιτούν στα φυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. spiroplasme < σπείρα + πλάσμα] …

    Dictionary of Greek

  • 3τρεπόνημα — και τρηπόνημα, το, Ν (παρασιτ.) γένος σπειροειδών μικροβίων τής τάξης τών σπειροχαιτών το οποίο προκαλεί τρεπονηματώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. treponema (< τρέπω + νήμα)] …

    Dictionary of Greek