παρασάγγας

  • 1παρασάγγας — παρᾱσάγγᾱς , παρασάγγης parasang masc acc pl παρᾱσάγγᾱς , παρασάγγης parasang masc nom sg (epic doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2μετρώ — άω (ΑΜ μετρῶ, έω) [μέτρον] 1. προσδιορίζω τις διαστάσεις, την ένταση ή την αξία ενός πράγματος με βάση ορισμένη μετρική μονάδα (α. «το οικόπεδο μετρήθηκε και είναι 450 τετραγωνικά μέτρα» β. «τάς χώρας σφέων μετρήσας κατά παρασάγγας», Ηρόδ.) 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 3παρασάγγης — Περσικό μέτρο μήκους, με το οποίο μετρούσαν τις βασιλικές οδούς. Ο όρος π. είναι η εξελληνισμένη περσική λέξη φαρσάνγκ. Ορισμένοι ιστορικοί ερευνητές υποστηρίζουν πως το μήκος του π. δεν ήταν σταθερό και κατά περιόδους ποίκιλλε. Η επικρατέστερη… …

    Dictionary of Greek

  • 4ποιώ — (I) ποιῶ, έω, ΝΜΑ, αιολ. τ. πόημι, δωρ. τ. ποιFέω, αττ. τ. ποῶ, Α 1. δημιουργώ, δίνω ύπαρξη σε κάτι (α. «ὁ πάλαι ἐξ οὐδενὸς ποιήσας τὰ σύμπαντα», Μηναί. β. «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν», ΠΔ γ. «χρύσεον μὲν πρώτιστα γένος… …

    Dictionary of Greek

  • 5σταθμός — Όνομα έντεκα οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (81 κάτ., υψόμ. 90 μ.) στην επαρχία Νάουσας του νομού Ημαθίας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νάουσας. 2. Πεδινός οικισμός (8 κάτ., υψόμ. 105 μ.), στην επαρχία Λιβαδειάς του νομού Βοιωτίας. Υπάγεται… …

    Dictionary of Greek