παρασκευαστός
1παρασκευαστός — ή, όν, Α [παρασκευάζω] αυτόν που μπορεί κανείς να παρασκευάσει ή να παράσχει …
2παρασκευαστόν — παρασκευαστός that can be provided masc/fem acc sg παρασκευαστός that can be provided neut nom/voc/acc sg …
1παρασκευαστός — ή, όν, Α [παρασκευάζω] αυτόν που μπορεί κανείς να παρασκευάσει ή να παράσχει …
2παρασκευαστόν — παρασκευαστός that can be provided masc/fem acc sg παρασκευαστός that can be provided neut nom/voc/acc sg …