παραπύθια
1παραπύθια — τά, Μ ασθένεια η οποία εμπόδιζε κάποιον να αναδειχθεί νικητής κατά τα Πύθια. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για κωμ. λ. πλασμένη από το παρ(α) * + Πύθια, κατά το παρ ίσθμια «φλεγμονή τών αμυγδαλών»] …
2παραπύθι' — παραπύθια , παραπύθια sickness which prevented one from being victor at the neut nom/voc/acc pl …