παραπέμπω
1παραπέμπω — send past pres subj act 1st sg παραπέμπω send past pres ind act 1st sg …
2παραπέμπω — παραπέμπω, παρέπεμψα βλ. πίν. 9 …
3παραπέμπω — ΝΜΑ 1. στέλνω κάποιον κάπου 2. (για πολεμικά πλοία) συνοδεύω νηοπομπή εμπορικών πλοίων σε καιρό πολέμου για προστασία τους από εχθρικές επιθέσεις 3. (σχετικά με δικαστικές υποθέσεις) διαβιβάζω στις ανακριτικές αρχές, υποβάλλω στο δικαστήριο για… …
4παραπέμπω — παρέπεμψα, παραπέμφθηκα 1. (για άνθρωπο) στέλνω κάποιον σε αρμόδιο: Με παράπεμψαν στο Διευθυντή, για να μου δώσει υπεύθυνη απάντηση. 2. (για έγγραφα και υποθέσεις), διαβιβάζω, στέλνω: Η υπόθεση παραπέμφθηκε στο αρμόδιο γραφείο. 3. (για κείμενο,… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5παραπέμπεσθε — παραπέμπω send past pres imperat mp 2nd pl παραπέμπω send past pres ind mp 2nd pl παραπέμπω send past imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …
6παραπέμπετε — παραπέμπω send past pres imperat act 2nd pl παραπέμπω send past pres ind act 2nd pl παραπέμπω send past imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …
7παραπέμπῃ — παραπέμπω send past pres subj mp 2nd sg παραπέμπω send past pres ind mp 2nd sg παραπέμπω send past pres subj act 3rd sg …
8παραπέμψουσι — παραπέμπω send past aor subj act 3rd pl (epic) παραπέμπω send past fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) παραπέμπω send past fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …
9παραπέμψουσιν — παραπέμπω send past aor subj act 3rd pl (epic) παραπέμπω send past fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) παραπέμπω send past fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …
10παραπέμψω — παραπέμπω send past aor subj act 1st sg παραπέμπω send past aor ind mid 2nd sg (epic ionic) παραπέμπω send past fut ind act 1st sg …