Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

παραπονούμαι

  • 1 жаловаться

    жаловаться
    несов παραπονιέμαι, παραπονούμαι, μεμψιμοιρώ:
    на что вы жалуетесь? (при обращении к больному) τί ἐχετε;, τί σᾶς πονάει;· \жаловаться на нездоровье παραπονιέμαι γιά τήν ὑγεία μου.

    Русско-новогреческий словарь > жаловаться

  • 2 нажаловаться

    нажаловаться
    сов (на кого-л., на что-л.) παραπονοῦμαι, κάνω παράπονα.

    Русско-новогреческий словарь > нажаловаться

  • 3 сетовать

    сетова||ть
    несов παραπονοῦμαι, μεμψιμοιρώ, κλαίγομαι.

    Русско-новогреческий словарь > сетовать

  • 4 жаловать

    -лую, -луешь, ρ.δ.
    1. μ. παλ. βραβεύω. || μτφ. αμοίβω, δωρίζω (για υπηρεσίες κ.τ.τ.)• жаловать кому землю ή кого землею δωρίζω σε κάποιον γη. || προάγω, απονέμω τίτλο ή βαθμό.
    2. αγαπώ, δείχνω ευμένεια ή προσοχή,
    3. παλ. έρχομαι, επισκέπτομαι•

    он редко к нам -ет αυτός αραιά μας επισκέπτεται.

    1. παραπονούμαι, λέγω τα παράπονα μου, τον πόνο μου• πονώ•

    он -ется, что писем не получает αυτός παραπονείται, ότι δεν παίρνει γράμματα•

    врач спросил больного: на что вы -тесь? ο γιατρός ρώτησε τον άρρωστο: τι σας πονά;

    2. μηνύω, καταγγέλλω.

    Большой русско-греческий словарь > жаловать

  • 5 на

    на 1
    πρόθ. με αιτ. και, προθτ.
    1. επάνω, επί, στον, στην, στο κ.τ.τ. положить книгу на стол βάζω το βιβλίο πάνω στο τραπέζι.• на землю, на земле (πάνω) στη γη•

    наклеить марку на конверт κολλώ γραμματόσημο στο φάκελλο•

    на полу, на пол στο πάτωμα•

    на улицу, на улице στο δρόμο•

    на сущу, на суще στην ξηρά.

    2. μέσα, εντός, εις, στον, στην, στο κ.τ.τ. первый работник на селе ο πρωτοπόρος της δουλειάς στο χωριό•

    тоска на сердце θλίψη στην καρδιά•

    служить на флоте υπηρετώ στο στόλο•

    идти на свадьбу πηγαίνω στο γάμο•

    идти на завод πηγαίνω στο εργοστάσιο•

    пришли на память прошлогодние события ήρθαν στη μνήμη τα περσινά γεγονότα ή θυμήθηκα τα περσινά γεγονότα.

    3. (κατεύθυνση) προς, κατά•

    окна на восток παράθυρα κατά την ανατολή•

    дверь на улицу πόρτα κατά το δρόμο•

    посмотреть на него κοιτάζω προς αυτόν.

    4. (επαφή σύγκρουση) επί, επάνω στον, στην, στο κ.τ.τ. наскочить на забор προσκρούω στον περίβολο•

    наткуться на камень σκοντάφτω στην πέτρα.

    5. (ομοιότητα)• προς, με• σαν•

    беспокойство похожее на страх ταραχή που μοιάζει με φόβο.

    6. (χρόνος)• τον, την, το• στον, στην, στο κ.τ.τ. на 15 июля назначен митинг την (στις) 15 Ιούλη καθορίστηκε συλλαλητήριο•

    на той неделе την ερχόμενη εβδομάδα•

    на следующий день την επόμενη (μέρα)•

    на другое утро το άλλο πρωί•

    на каникулах (σ)τις διακοπές.

    || προς•

    в ночь с 24 на 25 декабря тц νύχτα της 24 προς την 25 Δεκέμβρη.

    || σε•

    со дня на день από μέρα σε μέρα•

    с часу на час από ώρα σε ώρα.

    7. κατά, ως προς•

    мягкий на ощупь μαλακός (κατά) την αφή.

    8. (σκοπός• αφορμή) ως, για, δια•

    подарить на память δωρίζω για ενθύμιο•

    подарок на день рождения δώρο για τα γενέθλια•

    на всякий случай για κάθε ενδεχόμενο•

    деньги на ремонт χρήματα για επισκευή.

    9. (ειδικότητα, επάγγελμα) για•

    буду учиться на лётчика θα μάθω (σπουδάσω) για αεροπόρος.

    10. (αιτία) για, δια•

    спосибо на добром слове ευχαριστώ για τα καλά λόγια.

    11. χάρη, για, προς•

    на славу για δόξα•

    на страх για φόβο•

    родиться на горе γεννιέμαι για πίκρες.

    12. (τρόπο) με, κατά•

    на старинный образец κατά τον παλαιό τύπο (υπόδειγμα)•

    на скаку με καλπασμό, καλπάζοντας κατά τον καλπασμό•

    на бегу τρέχοντας• κατά το τρέξιμο•

    на лету πετώντας, στο πέταγμα, στον αέρα•

    на ходу πηγαίνοντας, βαδίζοντας, κινούμενος.

    || (επί βαθμολογίας) για•

    сдать экзамен на отлично δίνω εξετάσεις (για) άριστα.

    13. (συνθήκες, κατάσταση)• με•

    на пустой ή на голодный желудок με αδειανό το στομάχι.

    || από, εκ•

    на память από μνήμης;

    14. με•

    дверь закрыта на замок η πόρτα είναι κλεισμένη με κλείδωνιά•

    она одета на меху αυτή είναι ντυμένη με γούνα•

    ходить на костылях βαδίζω με τα δεκανίκια•

    жарить на масле τηγανίζω με λάδι•

    мы поедем на пароходе θα ταξιδέψομε με το πλοίο•

    играть на деньги παίζω με χρήματα.

    15. (αύξηση, μείωση, διαίρεση κλπ.) περί, κατά•

    продвинуться на 200 метров προωθούμαι κατά 200 μέτρα•

    на 10 лет моложе брата κατά δέκα χρόνια μικρότερος από τον αδερφό.

    || (για ποσοτική διαφορά) κατά, για•

    я опоздал на 10 минут εγώ άργησα κατά 10 λεπτά•

    отступить на два шага υποχωρώ κατά δυο βήματα.

    16. εναντίον, κατά•

    жаловаться на директора παραπονούμαι κατά του διευθυντή.

    || μπροστά, εμπρός•

    это про-изходило на моих глазах αυτό γινόταν μπροστά στα μάτια μου.

    17. (αφθονία, πλήθος) επί, επάνω•

    ухаб на ухабе πλήθος λακκούβες, η μιά κοντά στην άλλη•

    дыра на дыре τρύπα στην τρύπα (η μια κοντά στην άλλη).

    на 2
    (μόριο με σημ. κατηγ.) να (πάρε, πιάσε)•, возьми να, πάρε•, лови να, πιάσε•, это тебе να, αυτό είναι για σένα.
    εκφρ.
    вот (тебе и) наκ. (απλ.) вот те на (για κάτι απροσδόκητο, παράξενο) να λοιπόν, νάτα μας, αυτό μας έλειπε ακόμα•
    на-ка (-поди); (да и) на-поди – (απλ.) (για αγανάκτηση)1 ωρίστε μας.

    Большой русско-греческий словарь > на

  • 6 нажаловаться

    -луюсь, -дуешься
    ρ.σ. παραπονούμαι, λέγω ή υποβάλλω τα παράπονα.

    Большой русско-греческий словарь > нажаловаться

  • 7 пенять

    ρ.δ. παραπονούμαι, μουρμουρίζω επικρίνω, ρίχνω το βάρος, την ευθύνη σε κάποιον.
    εκφρ.
    - яй на себя – ρίχνε το φταίξιμο στον εαυτό σου.

    Большой русско-греческий словарь > пенять

  • 8 плакать

    плачу, плачешь, μτχ. ενστ. плачущий
    ρ.δ.
    1. κλαίω, θρηνώ•

    горько плакать κλαίω πικρά•

    плакать навзрыд κλαίω με λυγμούς, με ανα-φυλλητά.

    || λυπούμαι, θλίβομαι, συμπονώ.
    2. μτφ. (για άψυχα) ηχώ πένθιμα, λυπητερά.
    3. υγραίνομαι, καλύπτομαι από υδρατμούς..
    εκφρ.
    плакать в жилеткуειρν. κλαίω (μεμψιμοιρώ) για την τύχη μου•
    палка -ет – σε περιμένει το παλούκι (κλαίει γιατί δε σε χτυπά)•
    тюрьма -ет – σε περιμένει η φυλακή (στενοχωρείται γιατί δε σε έχει μέσα).
    1. κλαίω, παραπονούμαι για την τύχη μου μεμψιμοιρώ.
    2. (απρόσ.) μου έρχεται να κλάψω, είμαι έτοιμος για να κλάψω.
    εκφρ.

    Большой русско-греческий словарь > плакать

  • 9 принести

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. принесенный, βρ: -сн, -сена, -сено.
    1. φέρω, προσκομίζω•

    он -нс записку αυτός έφερε σημείωμα•

    принести дров φέρω καυσόξυλα.

    || μτφ. ανακοινώνω, αγγέλλω•

    она -ла радостное известие αυτή έφερε χαρμόσυνη είδηση.

    || φέρω•

    принести счастье φέρω ευτυχία•

    принести страдания φέρω βάσανα.

    || παρασύρω•

    ветерок -нс приятный запах το αεράκι, έφερε ευωδιά.• северный ветер -нс нам холод ο βοριάς μας έφερε το κρύο.

    2. (για ζώα)• γεννώ•

    кошка -ла шесть котят η γάτα γέννησε έξι γατάκια.

    || δίνω, παράγω, καρποφορώ•

    деревья в этом году -ли плоды τα δέντρα φέτος καρποφόρησαν.

    3. αποδίδω•
    4. μαζί με μερικά ουσ. σχηματίζουν ρ.με σημ. από το ουσ: принести благодарность ευγνωμονώ•

    клятву ορκίζομαι•

    принести в дар δωρίζω•

    принести жалобу παραπονούμαι•

    принести мольбу θερμοπαρακαλώ, καθικετεύω.

    έρχομαι γρήγορα, εσπευσμένα καταφτάνω•

    ну, зачем ты сюда -лась? λοιπόν, γιατί ήρθες εδώ εσπευσμένα;

    || διαδίδομαι, ξαπλώνομαι, διαχέομαι (για ήχο, φωνή κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > принести

  • 10 разжалобить

    -блю, -бишь
    ρ.σ.μ. παραπονούμαι, κλαίγομαι, κάνω τον κακομοίρη (για να με λυπηθεί)• συγκινώ.
    λυπούμαι, ευσπλαχνίζομαι, συμπονώ.

    Большой русско-греческий словарь > разжалобить

  • 11 сетовать

    -тую, -туешь
    ρ.δ.
    1. παραπονούμαι, μεμψιμοιρώ, μουρμουρίζω, κλαίγομαι.
    2. θλίβομαι, λυπούμαι, βαρυθυμώ.

    Большой русско-греческий словарь > сетовать

  • 12 скулить

    ρ.δ.
    1. (για σκύλο)• κλαυθμυριζω, μινυρίζω.
    2. μτφ. κλαίγομαι, παραπονούμαι, μουρμουρίζω, μεμψιμοιρώ.

    Большой русско-греческий словарь > скулить

  • 13 счастье

    ουδ.
    1. ευτυχία, ευδαιμονία• καλοτυχιά•

    семейное счастье οικογενειακή ευτυχία•

    желаю вам счастье σας εύχομαι, ευτυχία.

    2. τύχη•

    слепое счастье τυφλή τύχη•

    дуракам счастье τους κουτούς ευνοεί η τύχη•

    ему счастье в игре είναι τυχερός στο παιγνίδι•

    на моё счастье για καλή μου τύχη•, что не случилось ευτυχώς, που δε συνέβηκε αυτό•

    жаловаться на своё счастье παραπονούμαι για την τύχη μου•

    военное счастье τυχερή έκβαση της μάχης• αίσια έκβαση της μάχης.•

    εκφρ.
    к -ью, на счастье, по -ью – (παρνθ. λ.) ευτυχώς, κατά καλή τύχη•
    на счастье – για το καλό, για ευτυχία•
    иметь счастье – έχω την ευτυχία (τύπος αβρότητας).

    Большой русско-греческий словарь > счастье

См. также в других словарях:

  • παραπονούμαι — παραπονούμαι, παραπονέθηκα, παραπονεμένος βλ. πίν. 77 και πρβλ. παραπονιέμαι Σημειώσεις: παραπονούμαι, παραπονιέμαι : η μτχ. παραπονεμένος χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο (→ γεμάτος παράπονο) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παραπονούμαι — έομαι βλ. παραπονιέμαι …   Dictionary of Greek

  • προσχετλιάζω — Α παραπονούμαι εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + σχετλιάζω «παραπονούμαι με αγανάκτηση»] …   Dictionary of Greek

  • παραπονιέμαι — παραπονιέμαι, παραπονέθηκα, παραπονεμένος βλ. πίν. 63 και πρβλ. παραπονούμαι Σημειώσεις: παραπονούμαι, παραπονιέμαι : η μτχ. παραπονεμένος χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο (→ γεμάτος παράπονο) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αρνούμαι — και νιέμαι (AM ἀρνοῡμαι, έομαι) 1. δεν παραδέχομαι κάτι σαν αληθινό 2. δεν αποδέχομαι κάτι που μου προσφέρεται 3. (αμτβ.) δεν συγκατατίθεμαι, δεν συμφωνώ 4. διακόπτω σχέσεις, αποκηρύσσω 5. αποκρούω, απορρίπτω 6. περιφρονώ, εγκαταλείπω. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • βογγώ — ( άω) 1. βγάζω υπόκωφη ανάσα λόγω σωματικού ή ψυχικού πόνου, αναστενάζω, μουγγρίζω 2. αντηχώ υπόκωφα, βουίζω 3. παραπονούμαι, διαμαρτύρομαι 4. στενάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βογγώ < μσν. γογγώ < (αόρ. του μτγν.) γογγύζω] …   Dictionary of Greek

  • γκρινιάζω — και γρινιάζω (Μ γρυννίζω) [γκρίνια] 1. παραπονούμαι συνεχώς, μεμψιμοιρώ 2. μουρμουρίζω 3. ενοχλώ κάποιον με τα παράπονα μου 4. (για μωρά) κλαψουρίζω …   Dictionary of Greek

  • δεινός — ή, ό (AM δεινός, ή, όν) Ι. 1. αυτός που προκαλεί δέος, φοβερός («δεινή συμφορά, καταστροφή κ.λπ.», «κάμπους τοὺς πολλοὺς καὶ τὰς δεινὰς κλεισούρας», «δεινὸς δ εἰς ὦπα ἰδέσθαι» που η εμφάνισή του προκαλεί τρόμο) 2. πολύ ικανός, δυνατός («δεινός… …   Dictionary of Greek

  • κινυρός — κινυρός, ά, όν (Α) θρηνώδης, γοερός («κινηρός γόος», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λεξιλογική ομάδα κινυρός, κινυρίζω, κινύρομαι συνδέεται άμεσα με εκείνη τών μινυρός, «αυτός που κλαψουρίζει» μινυρίζω, μινύρομαι «παραπονούμαι,… …   Dictionary of Greek

  • λεμεντάρομαι — λεμαντάρομαι (Μ) παραπονούμαι, κλαίομαι, μεμψιμοιρώ, διαμαρτύρομαι, γκρινιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. *lementarse] …   Dictionary of Greek

  • μύζω — (I) (ΑΜ μύζω, Μ και μύσσω) βογγώ θλιβερά, στενάζω από τη θλίψη («μύζουσιν οἰκτισμὸν πολὺν ὑπὸ ῥάχιν παγένιες», Αισχύλ.) (μσν. αρχ.) μυκτηρίζω, χλευάζω αρχ. 1. παράγω ήχο με τη μύτη έχοντας κλειστό το στόμα, μουγκρίζω 2. μουρμουρίζω από… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»