παραπείθω
61παράπεισις — ἡ, Α [παραπείθω] εξαπάτηση …
62παραπειστικός — ή, ό / παραπειστικός, ή, όν, ΝΑ [παραπείθω] ο επιτήδειος στο να παραπείθει, να ξεγελά, παραπλανητικός νεοελλ. φρ. «παραπειστική ερώτηση» (νομ.) η ερώτηση με την οποία υποτίθενται ή εκλαμβάνονται ως αληθή πράγματα τα οποία δεν έχει ομολογήσει ο… …
63παρατροπώ — έω, Α [παράτροπος] 1. εκτρέπω από το ορθό, απατώ, πλανώ, παραπλανώ («τί με ταῡτα παρατροπέων ἀγορεύεις;», Ομ. Οδ.) 2. παραπείθω («λίσσεό μιν πυκινοῑς παρατροπέων ἐπέεσσι», Απολλ. Ρόδ.) …
64τουμπάρω — και τουμπέρνω Ν 1. (μτβ.) ανατρέπω, αναποδογυρίζω κάτι 2. ανατρέπομαι, αναποδογυρίζω («το αυτοκίνητο τουμπάρισε στη στροφή») 3. μτφ. κάνω κάποιον να αλλάξει γνώμη, παραπείθω. [ΕΤΥΜΟΛ. < τούμπα (Ι). Ο τ. τουμπέρνω από τον αόρ. τούμπαρα κατά τα… …
65παραπεισάσης — παραπεισά̱σης , παραπείθω win by persuasive arts aor part act fem gen sg (attic epic ionic) …
66παραπεῖσαι — παράπτω aor part pass fem nom/voc pl παραπείθω win by persuasive arts aor inf act …
67παραπείσαι — παραπείσᾱͅ , παράπτω aor part pass fem dat sg (doric aeolic) παραπείσαῑ , παραπείθω win by persuasive arts aor opt act 3rd sg …
68παραπείσας — παραπείσᾱς , παράπτω aor part pass fem acc pl παραπείσᾱς , παράπτω aor part pass fem gen sg (doric aeolic) παραπείσᾱς , παραπείθω win by persuasive arts aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …
69παραπείσασα — παραπείσᾱσα , παραπείθω win by persuasive arts aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
70παραπείσοι — παραπείσοῑ , παραπείθω win by persuasive arts fut opt act 3rd sg …