παραπείθω
51παρέπεισαν — παραπείθω win by persuasive arts aor ind act 3rd pl …
52παρέπεισας — παραπείθω win by persuasive arts aor ind act 2nd sg …
53παρέπεισε — παραπείθω win by persuasive arts aor ind act 3rd sg …
54παρέπεισεν — παραπείθω win by persuasive arts aor ind act 3rd sg …
55παραπείσει — παράπεισις over persuasion fem nom/voc/acc dual (attic epic) παραπείσεϊ , παράπεισις over persuasion fem dat sg (epic) παράπεισις over persuasion fem dat sg (attic ionic) παραπείθω win by persuasive arts aor subj act 3rd sg (epic) παραπείθω win… …
56παραπείσῃ — παραπείσηι , παράπεισις over persuasion fem dat sg (epic) παράπτω aor part pass fem dat sg (attic epic ionic) παραπείθω win by persuasive arts aor subj mid 2nd sg παραπείθω win by persuasive arts aor subj act 3rd sg παραπείθω win by persuasive… …
57πείθω — Θεά των αρχαίων Ελλήνων. Αρχικά τη θεωρούσαν θεά του έρωτα και του γάμου και όχι προσωποποίηση της παντοδύναμης και πολύπλευρης δύναμης του λόγου. Λατρευόταν ως ιδιαίτερη θεά ή ως βοηθός άλλων θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, του Πόθου, του Ίμερου,… …
58παραπείσεις — παράπεισις over persuasion fem nom/voc pl (attic epic) παράπεισις over persuasion fem nom/acc pl (attic) παραπείθω win by persuasive arts aor subj act 2nd sg (epic) παραπείθω win by persuasive arts fut ind act 2nd sg …
59γανώνω — (I) (AM γανόω, ῶ) κασσιτερώνω, καλύπτω την εσωτερική επιφάνεια χάλκινων σκευών με ρευστό κασσίτερο μσν. νεοελλ. (μτχ.) γανωμένος μεθυσμένος νεοελλ. 1. εξαπατώ, παραπείθω 2. ταλαιπωρώ, ζαλίζω («μού γάνωσε το κεφάλι») αρχ. 1. κάνω κάτι να λάμπει 2 …
60παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… …