παραπαφίσκω
1παραπαφίσκω — Α 1. εξαπατώ, αποπλανώ 2. παρακινώ κάποιον να κάνει κάτι με πανουργία ή δόλο 3. θέλγω, γοητεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀπαφίσκω «απατώ, εμπαίζω»] …
2παρήπαφον — παραπαφίσκω mislead aor ind act 3rd pl (attic epic ionic) παραπαφίσκω mislead aor ind act 1st sg (attic epic ionic) …
3παρηπάφησας — παραπαφίσκω mislead aor ind act 2nd sg (attic epic ionic) …
4παρήπαφε — παραπαφίσκω mislead aor ind act 3rd sg (attic epic ionic) …
5παρήπαφεν — παραπαφίσκω mislead aor ind act 3rd sg (attic epic ionic) …
6παρήπαφες — παραπαφίσκω mislead aor ind act 2nd sg (attic epic ionic) …