παρανοίᾱ
1παρανοία — παρανοίᾱ , παράνοια derangement fem nom/voc/acc dual …
2παρανοίᾳ — παρανοίᾱͅ , παράνοια derangement fem dat sg (attic doric aeolic) …
3παράνοια — derangement fem nom/voc sg …
4παράνοια — (Ιατρ.). Ψυχοπάθεια που χαρακτηρίζεται από την παρουσία ενός συστηματικού παραληρήματος, το οποίο έχει οικοδομηθεί λογικά ξεκινώντας από ψευδή δεδομένα και αντιτάσσεται σε κάθε κριτική και, ακόμα, στα πιο οφθαλμοφανή γεγονότα. Το σύμπλεγμα των… …
5παράνοια — η λαθεμένη διανόηση, παραλογισμός, παραφροσύνη, ψυχοπάθεια, ψυχική αποξένωση: Η παράνοια είναι συστηματική λογικευμένη τρέλα με ή χωρίς ψευδαισθήσεις …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
6παρανοίας — παρανοίᾱς , παράνοια derangement fem acc pl παρανοίᾱς , παράνοια derangement fem gen sg (attic doric aeolic) …
7Паранойя — (Παρανοια). По этимологическому значению это слово соответствует понятию об извращении ума, и оно употреблялось давно для обозначения известных форм душевного расстройства. С начала 80 х годов установилось его употребление для весьма характерной… …
8παρανοιῶν — παράνοια derangement fem gen pl …
9παρανοίαις — παράνοια derangement fem dat pl …
10παράνοιαι — παράνοια derangement fem nom/voc pl …