παρανευρίζομαι
1παρανευρίζομαι — Α (για όργανο ή χορδή) κουρδίζομαι άσχημα («φωνή... ὁμοία φαινομένη ταῑς παρανενευρισμέναις καὶ τραχείαις χορδαῑς», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + νευρά «χορδή» + κατάλ. ίζω] …
1παρανευρίζομαι — Α (για όργανο ή χορδή) κουρδίζομαι άσχημα («φωνή... ὁμοία φαινομένη ταῑς παρανενευρισμέναις καὶ τραχείαις χορδαῑς», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + νευρά «χορδή» + κατάλ. ίζω] …