παραμόνιμος
1παραμόνιμος — constant masc/fem nom sg …
2παραμόνιμος — η, ο / παραμόνιμος, ον, ποιητ. τ. θηλ. παρμονίμα, ΝΜΑ [παραμένω] σταθερός, διαρκής, μόνιμος νεοελλ. αυτός που παραμένει και μετά την άρση τής αιτίας που τόν προκάλεσε («παραμόνιμος μαγνητισμός» παραμένων μαγνητισμός, μαγνητισμός που παραμένει σε… …
3παραμονιμώτερον — παραμόνιμος constant masc acc comp sg παραμόνιμος constant neut nom/voc/acc comp sg παραμόνιμος constant adverbial …
4παραμονιμώτατον — παραμόνιμος constant masc acc superl sg παραμόνιμος constant neut nom/voc/acc superl sg …
5παραμονίμως — παραμόνιμος constant adverbial παραμόνιμος constant masc/fem acc pl (doric) …
6παραμόνιμον — παραμόνιμος constant masc/fem acc sg παραμόνιμος constant neut nom/voc/acc sg …
7παραμονίμου — παραμόνιμος constant masc/fem/neut gen sg …
8παραμονίμους — παραμόνιμος constant masc/fem acc pl …
9παραμονίμων — παραμόνιμος constant masc/fem/neut gen pl …
10παραμόνιμα — παραμόνιμος constant neut nom/voc/acc pl …
- 1
- 2