παραμιλώ
1παραμιλώ — 1 παραμιλάω (σπάν. παραμιλώ), παραμίλησα βλ. πίν. 58 2 παραμιλάω / παραμιλώ βλ. πίν. 58 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) …
2παραμιλώ — άω 1. μιλώ πάρα πολύ, είμαι πολύ φλύαρος 2. μιλώ μόνος μου, στον εαυτό μου, μονολογώ 3. λέω ασυνάρτητα λόγια κατά τη διάρκεια τού ύπνου μου, παραληρώ …
3παραμιλώ — παραμίλησα, παραμιλημένος 1. μιλώ πολλά, φλυαρώ: Παραμίλησε ο άρρωστος και κουράστηκε. – Παραμίλησες μπροστά στους ξένους ανθρώπους. 2. λέω ασυνάρτητα, παραληρώ: Άρχισε να παραμιλά και νομίζω πως έφτασε το τέλος του …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4παραληρώ — έω, ΝΑ λέω ανοησίες ή ασυναρτησίες, φλυαρώ χωρίς νόημα, παραμιλώ, παραλαλώ νεοελλ. 1. ιατρ. έχω παραλήρημα, πάσχω από παραλήρημα 2. μτφ. κυριεύομαι από φρενίτιδα ενθουσιασμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ληρῶ «μιλώ ανόητα, παραμιλώ»] …
5παραμιλάω — 1 παραμιλάω (σπάν. παραμιλώ), παραμίλησα βλ. πίν. 58 2 παραμιλάω / παραμιλώ βλ. πίν. 58 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: παραμιλάω : ως σύνθετο με την πρόθ. παρά χρησιμοποιείται στον ενεστ. και παρατατ. με την έννοια → λέω ασυνάρτητα… …
6ληρώ — (Α ληρῶ, έω) [λήρος (Ι)] είμαι ανόητος, λέγω ή πράττω ανοησίες, κενολογώ, μωρολογώ («εἰκὸς μέντοι σοφὸν ἄνδρα μὴ ληρεῑν», Πλάτ.) αρχ. (για άρρωστο άνθρωπο) παραληρώ, παραμιλώ …
7μοναχός — ή, ό και μονάχος, η, ο (ΑΜ μοναχός, ή, όν, Μ και μονάχος, η, ον και μοναχός και αμοναχός, ή, όν) 1. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο μοναχός, η μοναχή αυτός που έχει απαρνηθεί τα εγκόσμια και έχει αφιερωθεί στη λατρεία τού Θεού σε μονή, μοναστής,… …
8ονειρολεκτώ — ὀνειρολεκτῶ, έω (Α) μιλώ στον ύπνο μου, παραμιλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνειρος + λεκτῶ (< λεκτος < λέγω), πρβλ. κυριο λεκτώ] …
9παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… …
10παραλαλώ — άω / παραλαλῶ, έω, ΝΑ λέω ανοησίες, μιλώ επιπόλαια, μωρολογώ νεοελλ. λέω λόγια ασυνάρτητα, χωρίς νόημα ενώ κοιμάμαι και βλέπω όνειρο ή ενώ βρίσκομαι σε κατάσταση παθολογικής αναισθησίας, παραμιλώ αρχ. εξαπατώ με φλυαρίες …
- 1
- 2