παραμικρός
1παραμικρός — ή, ό 1. πάρα πολύ μικρός, ελάχιστος («ο παραμικρός θόρυβος τόν ενοχλεί») 2. (για πρόσ.) ο πολύ νεαρός («δεν σού είπα εγώ, παιδάκι μου, παραμικρός παντρέψου», δημ. τραγούδι) 3. το ουδ. ως ουσ. το παραμικρό η ελάχιστη αιτία 4. φρ. «με το παραμικρό» …
2παραμικρός — ή, ό ο πολύ μικρός, ο ελάχιστος: Η παραμικρή παρατήρηση τον στενοχωρεί πολύ …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3ανοίγω — (AM ἀνοίγω, Α και ἀνοιγνύω και ἀνοίγνυμι) 1. αποφράσσω κάτι, του αφαιρώ το κάλυμμα 2. (για δικαστικές πράξεις) αποσφραγίζω και κοινοποιώ 3. απομακρύνω από τη στεριά, φέρνω στο ανοιχτό πέλαγος 4. εγχειρίζω, τέμνω, κόβω το δέρμα 5. δημιουργώ, ιδρύω …
4παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… …
5ελάχιστος — η, ο επίρρ. α 1. πάρα πολύ μικρός, πάρα πολύ λίγος, παραμικρός. 2. το ουδ. ως ουσ., ελάχιστο, α. το κατώτατο όριο ποσού ή μεγέθους: Περιόρισε τα έξοδά του στο ελάχιστο. β. (μαθ.), η μικρότερη από τις τιμές που μπορεί να πάρει μία συνάρτηση σε… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)