παραλογιστικός
1παραλογιστικός — masc nom sg …
2παραλογιστικός — ή, ό, ΝΑ [παραλογίζομαι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παραλογισμό, χαρακτηριστικός τού παραλογισμού 2. αυτός που είναι επιτήδειος ή επιρρεπής σε ψευδείς, εσφαλμένους συλλογισμούς. επίρρ... παραλογιστικῶς Α με παραλογιστικό τρόπο …
3παραλογιστικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει ή γίνεται με παραλογισμό: Δεν πείθονται οι λογικοί άνθρωποι με παραλογιστικά επιχειρήματα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4παραλογιστικά — παραλογιστικός neut nom/voc/acc pl παραλογιστικά̱ , παραλογιστικός fem nom/voc/acc dual παραλογιστικά̱ , παραλογιστικός fem nom/voc sg (doric aeolic) …
5παραλογιστικόν — παραλογιστικός masc acc sg παραλογιστικός neut nom/voc/acc sg …
6παραλογιστικοῖς — παραλογιστικός masc/neut dat pl …
7παραλογιστικοί — παραλογιστικός masc nom/voc pl …
8παραλογιστικούς — παραλογιστικός masc acc pl …
9παραλογιστικῆς — παραλογιστικός fem gen sg (attic epic ionic) …
10παραλογιστική — παραλογιστικός fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
- 1
- 2