παρακλείω
1παρακλείω — και ιων. τ. παρακληΐω Α 1. κλείνω έξω, αποκλείω 2. κλείνω κάποιον στη φυλακή. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κλείω «κλείνω»] …
2παρακληίουσι — παρακλείω shut out pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) παρακλείω shut out pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) παρακληί̱ουσι , παρακλείω shut out pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) παρακληί̱ουσι ,… …
3παρακεκλεισμένης — παρακλείω shut out perf part mp fem gen sg (attic epic ionic) …
4παρακλεῖσαι — παρακλείω shut out aor inf act …
5παρέκλεισαν — παρακλείω shut out aor ind act 3rd pl …
6παρέκλεισεν — παρακλείω shut out aor ind act 3rd sg …
7κλείνω — (AM κλείω, Μ και κλείνω, Α ιων. τ. κληΐω, παλ. αττ. τ. κλῄω, δωρ. τ. κλάῳ και κλᾴζω) 1. (μτβ. και αμτβ.) δημιουργώ φραγμό για να εμποδίσω την είσοδο ή την έξοδο, κάνω κάτι να παύσει να είναι ανοιχτό, κλείνω, κλειδώνω, σφαλώ (α. «κλείνω το… …
8παρακληΐω — Α ιων. τ. βλ. παρακλείω …
9ԽՈՂԽՈՂԵՄ — (եցի.) NBH 1 0960 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c ն. ԽՈՂԽՈՂԵՄ ἁποκτείνω, παρακλείω neco, occido, interficio, jugulo . որ եւ ԽՈԽՈՂԵԼ. (ʼի ձայնէ զենման արդեօք առեալ. որ եւ ռմկ. խըխ ընել.) Զենուլ. սպանանել սրով.… …