παραιβασίας

  • 1παραιβασίας — παραιβασίᾱς , παράβασις going aside fem acc pl (epic) παραιβασίᾱς , παράβασις going aside fem gen sg (attic epic doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2εφέπω — ἐφέπω (Α) Ι. ενεργ. 1. χειρίζομαι, χρησιμοποιώ επιδέξια, στρέφω, εκσφενδονίζω («ὁ δ ἔφεπεν κραταιὸν ἔγχος», Πίνδ.) 2. κατευθύνω προς κάποιον ή εναντίον κάποιου («Πατρόκλῳ ἔφεπε κρατερώνυχας ἵππους», Ομ. Ιλ.) 3. εξαναγκάζω κάποιον με τη βία,… …

    Dictionary of Greek