παραθραύω

  • 1παραθραύω — Α 1. σπάζω κομμάτι από κάτι 2. μτφ. α) ακρωτηριάζω, κολοβώνω («παραθραύειν ὀλίγον τοῡ λόγου», Γαλ.) β) καταστρέφω, κομματιάζω («παραθραύειν τὸ δίκαιον», Πορφ.) …

    Dictionary of Greek

  • 2παραθραύω — παρά θραύω break in pieces pres subj act 1st sg παρά θραύω break in pieces pres ind act 1st sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3θραύω — (ΑΜ θραύω) αποχωρίζω βίαια τα μόρια ενός σκληρού σώματος, σπάζω, συντρίβω, κομματιάζω, τσακίζω αρχ. 1. εξασθενώ, αδυνατίζω, καταβάλλω 2. λυπάμαι για κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός και εκφραστικός τ., τού οποίου το φωνήεν α είναι δυσερμήνευτο.… …

    Dictionary of Greek

  • 4παράθραυμα — και, κατά δ. αναγν., παράθραυσμα, τὸ, Α [παραθραύω] θραύσμα από κάτι …

    Dictionary of Greek

  • 5παράθραυσις — ἡ, Α [παραθραύω] η θραύση, η απόσπαση από κάτι …

    Dictionary of Greek