παραβλώψ
1παραβλώψ — looking askance masc/fem nom/voc sg …
2παραβλῶπα — παραβλώψ looking askance masc/fem acc sg …
3παραβλῶπας — παραβλώψ looking askance masc/fem acc pl …
4παραβλῶπες — παραβλώψ looking askance masc/fem nom/voc pl …
5κηλήτης — κηλήτης, αττ. τ. καλήτης, ὁ (Α) [κήλη] αυτός που πάσχει από κήλη («καὶ ἐκάλουν ἀλλήλους οὐκ ἀπὸ τῶν ὀνομάτων, ἀλλ ἀπὸ τῶν ἀτυχημάτων, ὁ χωλός, ὁ κηλήτης, ὁ ἀριστερόχειρ, ὁ παραβλώψ», Συνέσ.) …
6παραβλώπας — ο / παραβλώψ, ῶπος, ΝΑ αυτός που κοιτάζει με πλάγιο τρόπο, και ιδίως αυτός που στραβίζει, ο αλλήθωρος αρχ. τυφλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * βλώψ (< βλέπω), πρβλ. υπο βλώψ] …
7παραβλώπισμα — τὸ, Μ λοξό κοίταγμα, αλληθώρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραβλώψ, ῶπος + κατάλ. ισμα] …