παραβλέπω
1παραβλέπω — 1 παρέβλεψα και παράβλεψα βλ. πίν. 9 2 παραείδα βλ. πίν. 110 Σημειώσεις: παραβλέπω : η έννοια διαφοροποιείται ανάλογα με τον τρόπο που σχηματίζεται ο αόριστος. Με αόρ. παρέβλεψα (πρόθ. παρά) σημαίνει → κάνω πως δε βλέπω, ανέχομαι ή παραμελώ,… …
2παραβλέπω — look aside pres subj act 1st sg παραβλέπω look aside pres ind act 1st sg …
3παραβλέπω — ΝΜΑ παρορώ, αφήνω κάτι απαρατήρητο, προσπερνώ χωρίς να δω, χωρίς να προσέξω νεοελλ. 1. παραμελώ με τη θέληση μου, αδιαφορώ 2. προσποιούμαι ότι δεν βλέπω ή δεν καταλαβαίνω, ανέχομαι να γίνεται κάτι, φαίνομαι επιεικής 2. βλέπω πολύ καλά, έχω άριστη …
4παραβλέπω — παράβλεψα 1. Βλέπω πολύ καλά: Βλέπω και παραβλέπω. 2. βλέπω κάπως, δεν βλέπω ικανοποιητικά: Μετά την εγχείρηση η γιαγιά δεν παραβλέπει. 3. κάνω πως δε βλέπω, αδιαφορώ, δε δίνω πολλή σημασία: Μπορεί να κάνει λάθη ο υπάλληλος, μα παράβλεπε και συ… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5παραβλέπετε — παραβλέπω look aside pres imperat act 2nd pl παραβλέπω look aside pres ind act 2nd pl παραβλέπω look aside imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …
6παραβλεπόμενον — παραβλέπω look aside pres part mp masc acc sg παραβλέπω look aside pres part mp neut nom/voc/acc sg …
7παραβλεψάμενον — παραβλέπω look aside aor part mid masc acc sg παραβλέπω look aside aor part mid neut nom/voc/acc sg …
8παραβλέπει — παραβλέπω look aside pres ind mp 2nd sg παραβλέπω look aside pres ind act 3rd sg …
9παραβλέπομεν — παραβλέπω look aside pres ind act 1st pl παραβλέπω look aside imperf ind act 1st pl (homeric ionic) …
10παραβλέπου — παραβλέπω look aside pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) παραβλέπω look aside imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) …