παραβαίνω την υπόσχεση μου

  • 1λογοαθετώ — λογοαθετῶ, έω (Μ) παραβαίνω τον λόγο μου, δεν τηρώ την υπόσχεση μου. [ΕΤΥΜΟΛ. λογο * + αθετώ] …

    Dictionary of Greek

  • 2μεταβαίνω — (ΑM μεταβαίνω) [βαίνω] 1. πηγαίνω από το ένα μέρος στο άλλο, μετατοπίζομαι («μεταβάντες δὲ ἐς τὴν Ἀσίην», Ηρόδ.) 2. (στον λόγο) μεταπηδώ από το ένα θέμα στο άλλο, αλλάζω θέμα (α. «μεταβαίνουμε στη συζήτηση τού επόμενου θέματος» β. «μετάβηθι καὶ… …

    Dictionary of Greek

  • 3όρκος — Κατά την αρχική εκδοχή του όρου είναι η επίσημη δήλωση, κατά την οποία ο άνθρωπος επικαλείται τη θεότητα ως μάρτυρα της αλήθειας της διαβεβαίωσης του ή ως εγγυητή της τήρησης υπόσχεσής του. Η έννοια αυτή διευρύνθηκε αργότερα ώστε να περιλάβει… …

    Dictionary of Greek