παρέσχετε τ ὴν γῆν εὐμενῆ ἐναγωνίσασϑαι τοῖς ἕλλησιν

  • 1εναγωνίζομαι — (AM ἐναγωνίζομαι) 1. παίρνω μέρος σε αγώνα, διαγωνίζομαι 2. αγωνίζομαι, πολεμώ σ έναν τόπο («παρέσχετε αὐτὴν [τὴν γῆν] εὐμενῆ ἐναγωνίσασθαι τοῑς Ἕλλησιν», Θουκ.) 2. συζητώ εριστικά, διαφωνώ, αντιλέγω, διαπληκτίζομαι με λόγους …

    Dictionary of Greek