παρέστιος
1παρέστιος — by masc/fem nom sg …
2παρέστιος — α, ο / παρέστιος, ον ΝΑ 1. αυτός που βρίσκεται κοντά στην εστία, κοντά στον τόπο όπου καίει η φωτιά μέσα στο σπίτι («ἡ δ εἴσω πελάνους καίεν παρεστίους», Απολλ. Ρόδ.) 2. αυτός που συγκατοικεί με κάποιον, ο σύνοικος, ο συγκάτοικος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …
3παρέστιον — παρέστιος by masc/fem acc sg παρέστιος by neut nom/voc/acc sg …
4παρεστίους — παρέστιος by masc/fem acc pl …
5παρέστια — παρέστιος by neut nom/voc/acc pl …
6παρέστιοι — παρέστιος by masc/fem nom/voc pl …
7εστία — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωμετρία (ε. κωνικής τομής) και στην οπτική (ε. ενός οπτικού συστήματος). Στη γεωμετρία, ένα σημείο F του επιπέδου μιας κωνικής τομής Κ ονομάζεται: μία ε. της Κ, εάν και μόνο εάν, για κάθε σημείο Μ = (x,ψ) της Κ η… …
8παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… …
9παραστιά — και παριστιά, η η εστία τού σπιτιού, αλλ. γωνιά, παραγώνι, στιά, τζάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρέστιος (< παρ[α] * + ἑστία) ή < πυρέστιος (< πῦρ + ἑστία) με παρετυμολογική επίδραση τής πρόθεσης παρά] …