παρέπλαγξεν δὲ νόημα

  • 1παραπλάζω — Α 1. εκτρέπω κάποιον από την ευθεία οδό, παραπλανώ 2. παρασύρω ναύτες από την πορεία τους 3. μτφ. περιπλέκω, συγχέω («παρέπλαγξεν δὲ νόημα», Ομ. Οδ.) 4. παρεκτρέπομαι («κραδίη παραπλάζουσα μέμηνε», Νίκ.) 5. παθ. πλανώμαι, πέφτω σε σφάλμα. [ΕΤΥΜΟΛ …

    Dictionary of Greek