-
1 παρέλαση
[парэласи] ουσ. Θ. торжественное шествие, парад,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > παρέλαση
-
2 парад
парад м (войск, спортсменов) η παρέλαση· военный \парад η στρατιωτική παρέλαση* * *м(войск, спортсменов) η παρέλασηвое́нный пара́д — η στρατιωτική παρέλαση
-
3 парад
-а α.1. παρέλαση, παράτα•первомайский парад πρωτομαγιάτικη παρέλαση•
физкультурный парад αθλιτική παρέλαση.
2. γιορτασμός πανηγυρισμός.εκφρ.в полном ή во всём -е – γιορταστικά ντυμένος. -
4 парадный
επ., βρί•-ден, -дна, -дно.
1. της παρέλασης•-ое шествие η παρέλαση•
парадный смотр η πριν την παρέλαση επιθεώρηση•
-ая форма στολή παρέλασης.
|| γιορταστικός, γιορτινός, στολισμένος γιορτινά (για χώρο).2. πανηγυρικός, γιορτιάτικος. || επιδεικτικός.3. μπροστινός, κύριος•-ая дверь κύρια είσοδος.
|| ως ουσ. ουδ. -ое κ. θ. -ая η κύρια είσοδος. -
5 шествие
-я ουδ.πορεία, όδευση• παρέλαση•марафонское шествие μαραθώνια πορεία•
маскарадное шествие πορεία προσωπιδοφόρων•
первомайское шествие πρωτομαγιάτικη παρέλαση.
|| πομπή, συνοδεία•погребальное шествие πομπή κηδείας•
шествие тронулось η πομπή ξεκίνησε.
|| ανάπτυξη, πρόοδος•триумфальное шествие демократии и социализма θριαμβευτική πορεία της δημοκρατίας και του σοσιαλισμού.
-
6 замыкать
замыкатьнесов κλεί(ν)ω:\замыкать круг κλείνω τόν κύκλο· \замыкать шествие κλείνω τήν παρέλαση. -
7 парад
парадλ ι, ἡ παρέλαση [-ις] / ἡ παράτα (тж. воен.)· физкультурный \парад ἡ ἀθλητική παρέλα-η.2. перен:быть в полном параде εἶμαι μέ τή μεγάλη στολή. -
8 прохождение
прохождениес ἡ παρέλευση [-ις], ἡ διάβαση [-ις], τό πέρασμα/ ἡ παρέλαση [-ις] (о войсках):\прохождение службы ἡ θητεία. -
9 физкультурный
физкульту́р||ныйприл ἀθλητικός:\физкультурныйный парад ἡ ἀθλητική παρέλαση. -
10 церемониальный
церемониал||ьныйприл τής ἐθιμοταξίας, ἐθιμοτυπικός, τελετουργικός:\церемониальныйьное шествие ἡ ἐπίσημη πομπή· \церемониальныйьный марш ἡ παρέλαση [-ις]. -
11 шествие
шествиес ἡ πομπή, ἡ πορεία:праздничное \шествие ἡ ἐορταστική παρέλαση· факельное \шествие ἡ λαμπαδηφορία· триумфальное \шествие ἡ θριαμβική πορεία· погребальное \шествие ἡ νεκρώσιμος ἀκολουθία, ἡ ἐπικήδειος πομπή. -
12 дефилирование
-я ουδ.παρέλαση. -
13 замаршировать
-рую, -руешьρ.σ. αρχίζω να βηματίζω• αρχίζω τη δοκιμαστική παρέλαση. -
14 первомайский
επ.πρωτομαγιάτικος•первомайский парад πρωτομαγιάτικη παρέλαση•
-ие призывы πρωτομαγιάτικα συνθήματα•
первомайский праздник πρωτομαγιάτικη γιορτή•
первомайский день πρωτομαγιάτικη μέρα.
-
15 торжественный
επ., βρ: -вен, -венна, -оεπίσημος• πανηγυρικός• επιβλητικός•торжественный день επίσημη μέρα•
-ая ода πανηγυρική ωδή•
торжественный парад войск επιβλητική παρέλαση στρατευμάτων--эл закладка здания τελετή θεμελίωσης κτιρίου.
|| σπουδαίος, σοβαρός, μεγαλόσχημος, εντυπωσιακός. -
16 физкультурный
επ.αθλητικός•физкультурный парад αθλητική παρέλαση.
|| της γυμναστικής•физкультурный зал αίθουσα γυμναστικής.
-
17 церемониальный
επ.1. εθιμοτυπικός.2. επίσημος, τελετουργικός, πανηγυρικός.εκφρ.церемониальный марш – εθιμοτυπική παρέλαση.
См. также в других словарях:
παρέλαση — η / παρέλασις, άσεως, ή ΝΑ [παρελαύνω] διέλευση μπροστά από κάτι ή κάποιον, το πέρασμα νεοελλ. (ειδικότερα) επιδεικτική διέλευση στρατιωτικών τμημάτων, οργανώσεων ή σχολείων κατά φάλαγγες ή κατά παραγωγή μπροστά από τον αρχηγό τους ή από τιμώμενο … Dictionary of Greek
παρέλαση — η πέρασμα, διέλευση συνταγμένων ανθρώπων (στρατιωτών, μαθητών) μπροστά από επίσημα πρόσωπα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρελάσῃ — παρελά̱σῃ , παραιρέω take away from aor part act fem dat sg (attic epic ionic) παρελάσηι , παρέλασις riding past fem dat sg (epic) παρελαύνω drive by aor subj mid 2nd sg παρελαύνω drive by aor subj act 3rd sg παρελαύνω drive by fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
2010–2011 Greek protests — Part of the European sovereign debt crisis and the impact of the Arab Spring[1][2] … Wikipedia
παράτα — η 1. στρατιωτική παράταξη ή παρέλαση, πομπή, πανηγυρισμός εορτής με τη συμμετοχή στρατιωτικού τμήματος 2. ειρων. θορυβώδης εμπαικτική παρέλαση για επιδοκιμασία ή συνήθως για αποδοκιμασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. parata] … Dictionary of Greek
Ιρλανδία, Βόρεια — (Northern Ireland). Νησιωτική περιοχή (14.147 τ. χλμ., 1.685.267 κάτ. το 2001) του Ηνωμένου Βασιλείου με πρωτεύουσα το Μπέλφαστ. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα της νήσου της Ιρλανδίας και αποτελείται από τις 6 εκ των 9 κομητειών της… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Πικάσο, Πάμπλο Ρούιθ — (Picasso, Μάλαγα 1881 – Νίκαια 1973). Ισπανός ζωγράφος, χαράκτης, γλύπτης και κεραμουργός. Από το 1891 ο πατέρας του, καθηγητής του σχεδίου, αναγνώρισε την ιδιοφυΐα του. Το 1895 ο Π. φοιτά στη Σχολή Καλών Τεχνών της Βαρκελόνης και αργότερα… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Σοβιετική Ένωση Ιστορία — Η ιστορία του σοβιετικού κράτους αρχίζει με τη «μεγάλη οκτωβριανή επανάσταση», όπως πέρασε ήδη στην παγκόσμια ιστορία το εγχείρημα που κορυφώθηκε στα τέλη Οκτωβρίου του 1917 και έθεσε τις βάσεις για την ίδρυση του σοβιετικού κράτους και το… … Dictionary of Greek