-
1 παράφρων
[парафрон] ουσ. а. сумасшедший, безумный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > παράφρων
-
2 сумасшедший
сумасшедший1. прил τρελλός, παράφρων2. м ὁ τρελλός, ὁ παράφρων, ὁ φρενοβλαβής. -
3 умалишенный
умалишенн||ый1. прил τρελλάς, παράφρων, φρενοβλαβής·2. м ὁ παράφρων, ὁ φρενοβλαβής, ὁ τρελλός:дом для \умалишенныйых τό φρενοκομεΙο[ν], τό ψυχιατρείο[ν], τό τρελλοκομείο[ν]. -
4 безумный
безу́м||ныйприл1. τρελλός, παράφρων, παράφορος;2. (безрассудный) ἀπερίσκεπτος. -
5 душевнобольной
душевнобольи||ой1. прил φρενοβλαβής, παράφρων2. ж ὁ ψυχοπαθής:больница для \душевнобольнойых τό φρενοκομείο, τό ψυχιατρείο.
См. также в других словарях:
παράφρων — wandering from reason masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράφρον — παράφρων wandering from reason masc/fem voc sg παράφρων wandering from reason neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράφρονα — παράφρων wandering from reason neut nom/voc/acc pl παράφρων wandering from reason masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράφρονας — παράφρων, ον, ποιητ. τ. πάρφρων, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει χάσει το λογικό του, τρελός, φρενοβλαβής 2. (για ενέργεια, σκέψη κ.λπ.) ασύνετος, απερίσκεπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + φρων (< φρήν, φρενός)] … Dictionary of Greek
παραφρονέστατοι — παράφρων wandering from reason masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφρονέστατος — παράφρων wandering from reason masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφρόνων — παράφρων wandering from reason gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφρόνως — παράφρων wandering from reason adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράφρονας — παράφρων wandering from reason masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράφρονες — παράφρων wandering from reason masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράφρονι — παράφρων wandering from reason dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)