Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

παράφρονας

См. также в других словарях:

  • παράφρονας — παράφρων, ον, ποιητ. τ. πάρφρων, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει χάσει το λογικό του, τρελός, φρενοβλαβής 2. (για ενέργεια, σκέψη κ.λπ.) ασύνετος, απερίσκεπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + φρων (< φρήν, φρενός)] …   Dictionary of Greek

  • παράφρονας — ο αυτός που έχασε το νου, τρελός, αλόγιστος, ασύνετος: Δύο πράγματα σκοτώνουν σίγουρα το λαό, οι παράφρονες κυβερνήτες κι οι αγράμματοι δάσκαλοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παράφρονας — παράφρων wandering from reason masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιμονίζω — (μέσ., δαιμονίζομαι) (AM δαιμονίζομαι) [δαίμων] Ι. δαιμονίζω νεοελλ. κάνω κάποιον να δαιμονιστεί, ερεθίζω, τρελαίνω II. δαιμονίζομαι κατέχομαι από δαίμονα, από πονηρό πνεύμα μσν. νεοελλ. 1. πάσχω από επιληψία 2. εξοργίζομαι, γίνομαι έξω φρενών 3 …   Dictionary of Greek

  • ζουρλός — ή, ό 1. ανόητος, τρελός, παράφρονας 2. πολύ ζωηρός, υπερβολικά χαρούμενος, αυτός που εκδηλώνεται παράφορα («ζουρλός απ τη χαρά του») 3. φρ. «ζουρλός παπάς σέ βάφτισε» για άνθρωπο που μωρολογεί ή προβαίνει σε πράξεις ανόητες και άκοσμες. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • μάργος — μάργος, ον, θηλ. και μάργη (Α) 1. μανιακός, παράφρονας, τρελός («θυμὸς μάργος», Θέογν.) 2. (για άλογο) ορμητικός («μάργων ἐπιβήτορες ἵππων», Ομ. Επίγρ.) 3. (για κρασί) δυνατός («οἶνος δὲ oἱ ἔπλετο μάργος», Ησίοδ.) 4. μτφ. αισχρός, ασελγής,… …   Dictionary of Greek

  • παράκοπος — ον, Α [παρακόπτω] 1. πλαστός, κίβδηλος, νόθος 2. μτφ. παράφρονας, τρελός …   Dictionary of Greek

  • παράληρος — ον, Α 1. παράφρονας, μανιακός, τρελός 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ παράληρος παραφροσύνη, τρέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρ. παραληρώ] …   Dictionary of Greek

  • παράνους — ουν και οος, οον, Α παράφρονας, παρανοϊκός («παράνους Ἑλένα... πολλὰς ψυχὰς ὀλέσασ ὑπὸ Τροίᾳ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + νόος / νοῦς] …   Dictionary of Greek

  • παράπληκτος — η, ο / παράπληκτος, ον, δωρ. τ. παράπλακτος, ον, ΝΜΑ [παραπλήσσω] νεοελλ. αυτός που πάσχει από παραπληγία, παραπληγικός μσν. (το ουδ. ως επίρρ.) παράπληκτον με μανιώδη τρόπο, με μανία αρχ. 1. μανιακός, παράφρονας, τρελός 2. αυτός που έχει… …   Dictionary of Greek

  • παρήορος — και δωρ. και αττ. τ. παράορος, δωρ. τ. και πάρηρος και πάραρος και παρῶρος, ον, Α 1. ο συνημμένος ή συνηρτημένος 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ παρήορος το άλογο που δενόταν στο άρμα δίπλα στα ζευγμένα άλογα 2. αυτός που εκτείνεται κατά μήκος, ο ξαπλωμένος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»