παράφασις
1παράφασις — address fem nom sg …
2παράφασις — (I) και παραίφασις και πάρφασις, άσεως, ἡ, Α [παράφημι] 1. συμβουλή, παραίνεση, πειθώ («ἀγαθὴ δὲ παράφασίς ἐστιν ἑταίρου», Ομ. Ιλ.) 2. μέσο, τρόπος για καταπράυνση («παραίφασιν εὐρεν ἐρώτων», Ανθ. Παλ.) 3. (για τη ζώνη τής Αφροδίτης)… …
3παραιφάσει — παράφασις address fem nom/voc/acc dual (attic epic) παραιφάσεϊ , παράφασις address fem dat sg (epic) παράφασις address fem dat sg (attic ionic) παραιφά̱σει , παράφημι speak gently to aor subj act 3rd sg (epic doric) παραιφά̱σει , παράφημι speak… …
4παρφάσει — παράφασις address fem nom/voc/acc dual (attic epic) παρφάσεϊ , παράφασις address fem dat sg (epic) παράφασις address fem dat sg (attic ionic) παρφά̱σει , παράφημι speak gently to aor subj act 3rd sg (epic doric) παρφά̱σει , παράφημι speak gently… …
5παραιφασίη — παράφασις address fem nom/voc sg (epic ionic) παραιφασίη comfort fem nom/voc sg (epic ionic) …
6παραιφασίην — παράφασις address fem acc sg (epic ionic) παραιφασίη comfort fem acc sg (epic ionic) …
7παραιφασίης — παράφασις address fem gen sg (epic ionic) παραιφασίη comfort fem gen sg (epic ionic) …
8παραιφασίῃσι — παράφασις address fem dat pl (epic ionic) παραιφασίη comfort fem dat pl (epic ionic) …
9παραιφασίῃσιν — παράφασις address fem dat pl (epic ionic) παραιφασίη comfort fem dat pl (epic ionic) …
10παραιφάσεσι — παράφασις address fem dat pl παραίφασις encouragement fem dat pl …