-
1 παράνομος
[параномос] επ. противозаконный, незаконный, нелегальный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > παράνομος
-
2 беззаконный
παράνομος, άνομος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > беззаконный
-
3 незаконный
παράνομος, έκνομος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > незаконный
-
4 незаконный
-
5 нелегальный
-
6 подпольный
-
7 нелегальный
нелега́льн||ыйприл παράνομος:\нелегальныйое положение ἡ παρανομία· \нелегальныйая литература τά παράνομα βιβλία, ὁ παράνομος τύπος. -
8 незаконный
επ., βρ: -онен, -онна, -онно; παράνομος, έκνομος, άνομος, εκτός νόμουнезаконныйые действия παράνομες ενέργειες•-ое лишение свободы παράνομη στέρηση της ελευθερίας.
|| αντικανονικός νεφάριος• νόθος•незаконный брак παράνομος γάμος•
незаконный ребёнок νόθο τέκνο.
|| ανώμαλος, μη σωστός, αυθαίρετος, παρά τα καθιερωμένα. -
9 подпольный
επ.παράνομος•подпольный кружок παράνομος όμιλος•
-ая работа παράνομη δουλειά•
-ая типография παράνομο τυπογραφείο.
-
10 противозаконность
η παρανομίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > противозаконность
-
11 беззаконный
беззако́н||ныйприл ἀνομος, παράνομος, ἀθέμιτος. -
12 недоесть
недоестьсов δέν χορταίνω φαί. недозволенный прил ἀπαγορευμένος, ἀθέμιτος / παράνομος (незаконный). -
13 незаконный
незаконныйприл ἀνομος, παράνομος, ἀθέμιτος / νόθος (о ребенке). -
14 подпольный
подполь||ныйприл полит παράνομος, μυστικός:\подпольныйная организация ἡ παράνομη ὁργάνωση. -
15 подпольдцик
подполь||дцикм ὁ παράνομος. -
16 противозаконный
противозако́нн||ыйприл παράνομος. -
17 незаконный
[νιζακόννυϊ] εκ. παράνομος -
18 нелегальный
[νιλιγκάλ'νυϊ] εκ. παράνομος -
19 противозаконный
[πρατιβαζακόννυϊ] εκ. παράνομος -
20 незаконный
[νιζακόννυϊ] επ παράνομος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
παράνομος — lawless masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράνομος — η, ο / παράνομος, ον, ΝΜΑ 1. (για ενέργειες, καταστάσεις και πράγματα) αυτός που γίνεται, συμβαίνει ή υπάρχει κατά παράβαση τών νόμων, που δεν είναι σύμφωνος με τους νόμους και τους κανόνες δικαίου και βρίσκεται σε αντίθεση με τα καθιερωμένα ήθη… … Dictionary of Greek
παράνομος — η, ο αυτός που είναι έξω από το νόμο ή ενεργεί κατά παράβαση, αντίθετα προς το νόμο, ο άδικος: Οι πειρατικοί ραδιοσταθμοί είναι παράνομοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρανομώτερον — παράνομος lawless masc acc comp sg παράνομος lawless neut nom/voc/acc comp sg παράνομος lawless adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρανομωτάτων — παράνομος lawless fem gen superl pl παράνομος lawless masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρανομώτατα — παράνομος lawless adverbial superl παράνομος lawless neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρανομώτατον — παράνομος lawless masc acc superl sg παράνομος lawless neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρανόμω — παράνομος lawless masc/fem/neut nom/voc/acc dual παράνομος lawless masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρανόμως — παράνομος lawless adverbial παράνομος lawless masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράνομον — παράνομος lawless masc/fem acc sg παράνομος lawless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρανομωτάτην — παράνομος lawless fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)