παράλογος

  • 61παραλήρημα — (Ιατρ.). Κατάσταση κατά την οποία ένας ψυχικά ασθενής αναπτύσσει ιδέες που βρίσκονται σε αντίθεση με την πραγματικότητα, ύστερα από ένα αρχικό λάθος στην αντίληψη των πραγμάτων ή στην κρίση επί των γεγονότων. Η διατήρηση των παραληρητικών σκέψεων …

    Dictionary of Greek

  • 62παραλογή — (I) και παραλοή, η 1. δημώδες άσμα αφηγηματικής μορφής με πολλά επικολυρικά στοιχεία και φανταστική υπόθεση και με πιο συνήθη θέματα ερωτικές ιστορίες, περιπλανήσεις, εκδίκηση για απιστία, αδελφική αγάπη, πολεμικά κατορθώματα κ.ά. 2. (ιδίως στα… …

    Dictionary of Greek

  • 63παραλογία — η, ΝΜΑ, παραλογιά Ν [παράλογος] νεοελλ. παραλογητό, ανοησία μσν. αρχ. γραμμ. ψευδής, εσφαλμένος σχηματισμός («ἐπενοήθη συναίρεσις πρὸς ἀποφυγὴν παραλογίας», Ευστ.) αρχ. φρ. «μετὰ παραλογίας» παράλογα, ανόητα …

    Dictionary of Greek

  • 64παραλογίζομαι — ΝΑ, και παραλοΐζομαι και παραλογάω, Ν [παράλογος] νεοελλ. κάνω ή λέω κάτι ανόητο, κάτι που αντιβαίνει στη φρόνηση, στη λογική, χάνω το μέτρο τής λογικής, ανοηταίνω αρχ. 1. υπολογίζω εσφαλμένα, λογαριάζω λαθεμένα 2. κάνω απατηλούς, δόλιους… …

    Dictionary of Greek

  • 65παραλογότης — ἡ, Μ [παράλογος] διαστροφή, πονηρία …

    Dictionary of Greek

  • 66παραλογώ — άω, και παραλοώ (στον Ερωτόκρ.) κάνω ή λέω κάτι ανόητο, παραλογίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράλογος. Η λ. μαρτυρείται από το 1810 στο έντυπο Βόσπορος ἐν Βαρυσθένει] …

    Dictionary of Greek

  • 67στρεβλός — Μικρό νησί κοντά στην Τένεδο, τρία μίλια από το ακρωτήριο Πονέντες. Το νησί Σ. ανήκει στην Τουρκία. * * * ή, ό / στρεβλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. συνεστραμμένος, στραβός («στρεβλὸν ὀρθῶσαι κλάδον», Μέν.) 2. μτφ. (για πρόσ.) διεστραμμένος ως προς τον… …

    Dictionary of Greek

  • 68τυφλός — ή, ό / τυφλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που δεν βλέπει, που δεν έχει όραση, αόμματος (α. «είναι εκ γενετής τυφλός» β. «καί μιν τυφλὸν ἔθηκε Κρόνου παῑς», Ομ. Ιλ.) 2. (γενικά για τις αισθήσεις, τα αισθητήρια όργανα, αλλά και τη διάνοια, το πνεύμα)… …

    Dictionary of Greek

  • 69υποκαταφρονώ — έω, Α [καταφρονῶ] 1. περιφρονώ λίγο 2. (για ασθενή) είμαι κάπως παράλογος …

    Dictionary of Greek

  • 70υποληρώ — έω, Α 1. (για πρόσ.) βρίσκομαι σε κάπως ταραγμένη διανοητική κατάσταση, είμαι ὑπόληρος* 2. (για θεωρία, σκέψη, έκφραση) είμαι κάπως παράλογος ή ανόητος («ὑποληρούσης ἤδη τι αὐτοῑς τῆς γνώμης», Αιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ληρῶ «παραληρώ,… …

    Dictionary of Greek