παράλογος
51ασύμφορος — η, ο (AM ἀσύμφορος, ον, Α και ἀξύμφορος) [συμφέρω] 1. αυτός που δεν συμφέρει, ανώφελος, επιζήμιος 2. ο ακατάλληλος αρχ. μσν. παράλογος …
52ασύννους — ἀσύννους, ουν και οος, οον) (Α) [σύννους] ασυλλόγιστος, άλογος, παράλογος …
53βίδα — η 1. καρφί με ελικοειδείς εγκοπές 2. φρ. α) «είναι βίδα» είναι παράλογος ή εκκεντρικός β) «του στρίψε η βίδα» τρελάθηκε. [ΕΤΥΜΟΛ. < (βεν.) vida] …
54εμβρόντητος — η, ο (AM ἐμβρόντητος, ον) κατάπληκτος, σαστισμένος σαν να τόν χτύπησε κεραυνός αρχ. 1. κεραυνόπληκτος, χτυπημένος από κεραυνό 2. τρελός 3. (για ιδέα) παράλογος 4. βλάκας, ανίκανος για οποιαδήποτε αντίδραση («ἠλιθίους και ἐμβρόντητους») …
55εξαλογίζομαι — ἐξαλογίζομαι (Μ) [αλογίζομαι] γίνομαι παράλογος …
56εξωλογικός — ή, ό 1. αυτός βρίσκεται ή διεξάγεται έξω από τη διαδικασία τής λογικής 2. παράλογος, άλογος …
57θαυμαστός — ή, ό (AM θαυμαστός, Μ και θαμαστός, Α ιων. τ. θωμαστός, ή, όν) [θαυμάζω] αυτός που προκαλεί τον θαυμασμό, αξιοθαύμαστος, θαυμάσιος, εξαίρετος (α. «κατορθώματά τε θαυμαστὰ πραχθέντα ἔξ ἐκείνων», Διγεν.Ακρ. β. «ἔργα μεγάλα τε καὶ θωμαστά», Ηρόδ. γ …
58κάλος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… …
59πανηγύρι — Συγκέντρωση πλήθους για εορτασμό από κοινού. Πανηγυρικός εορτασμός στην επέτειο αγίου, ή και το συμπόσιο και ο χορός που ακολουθούν μετά τον θρησκευτικό εορτασμό. Τα π. ήταν γνωστά στους αρχαίους Έλληνες. Στα αρχαία π., εκτός από τους αθλητικούς… …
60παρέκτοπος — ον, Α 1. ο κάπως άτοπος 2. αυτός που βρίσκεται λίγο έξω από τον δρόμο, κοντά στον δρόμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἔκτοπος «παράλογος, παράδοξος, απομακρυσμένος από έναν τόπο»] …