παράλογος

  • 41αλογεύομαι — (Α ἀλογεύομαι) [ἄλογος] 1. είμαι παράλογος, μιλώ παράλογα 2. προσποιούμαι τον παράλογο 3. (Εκκλ.) [ἄλογον] λέγεται για την παρά φύση ασέλγεια και την κτηνοβασία …

    Dictionary of Greek

  • 42άλογος — η, ο (Α ἄλογος, ον) 1. αυτός που στερείται λόγου, άφωνος, άλαλος, βουβός 2. αυτός που στερείται λογικής 3. ο αντίθετος ή ο μη σύμφωνος με τη λογική, παράλογος 4. το ουδ. ως ουσ. το άλογο(ν) αρχ. 1. ο αδύναμος, ο αδέξιος στην έκφραση 2. αυτός που… …

    Dictionary of Greek

  • 43αλογούμαι — ἀλογοῦμαι ( έομαι) (Α) [ἄλογος] γίνομαι παράλογος, ομοιώνομαι με τα κτήνη …

    Dictionary of Greek

  • 44αλογώ — ἀλογῶ ( έω) (Α) Ι. ενεργ. δεν προσέχω σε κάτι, αδιαφορώ για κάτι, περιφρονώ κάτι 2. είμαι παράλογος (μέσ. ή παθ.) 1. περιφρονούμαι, καταφρονούμαι από κάποιον 2. διαπράττω απρονοησία, παρασύρομαι από κακό ή εσφαλμένο υπολογισμό, κάνω λάθος 3.… …

    Dictionary of Greek

  • 45αλογώδης — ἀλογώδης, ες (Α) [άλογος] αυτός που φαίνεται άλογος, ανόητος, παράλογος …

    Dictionary of Greek

  • 46ανεπίκριτος — η, ο (AM ἀνεπίκριτος, ον) νεοελλ. εκείνος εναντίον του οποίου δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να διατυπωθεί επίκριση μσν. αυτός που δεν γίνεται σύμφωνα με την ορθή κρίση, ο παράλογος αρχ. 1. αυτός για τον οποίο δεν μπορεί να υπάρξει οριστική κρίση,… …

    Dictionary of Greek

  • 47αντίλογος — ο (Μ ἀντίλογος, ο Α ἀντίλογος, ον) μσν. νεοελλ. απάντηση, απόκριση νεοελλ. αντιλογία, αντίρρηση μσν. μήνυμα, ανακοίνωση αρχ. ( ος, ον) ο αντιφατικός, ο παράλογος …

    Dictionary of Greek

  • 48ανυπόθετος — η, ο (Α ἀνυπόθετος, ον) νεοελλ. εκείνος που δεν μπορεί κανείς να τον υποθέσει, παράλογος αρχ. 1. απόλυτος, αυτός που ισχύει χωρίς όρους και προϋποθέσεις («ἀνυπόθετος ἀρχή», Πλάτων) 2. αβάσιμος, ανυπόστατος …

    Dictionary of Greek

  • 49απέοικα — ἀπέοικα (Α) 1. είμαι ανόμοιος, διαφορετικός από κάποιον ή κάτι 2. (μτχ. πρκμ.) ἀπεοικὼς κ. ἀπεικώς, υῑα, ός α) παράλογος, αφύσικος, προσποιητός β) αταίριαστος, ανάρμοστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο) * + έοικα, πρκμ. με σημ. ενεστ., «είμαι όμοιος»] …

    Dictionary of Greek

  • 50ασυλλόγιστος — και ασυλλόγιαστος, η, ο (AM ἀσυλλόγιστος, ον) [συλλογίζομαι] 1. αυτός που δεν είναι λογικός, ο παράλογος 2. ο απερίσκεπτος νεοελλ. αμέριμνος, ξένοιαστος αρχ. εκείνος που δεν μπορεί να βρεθεί με συλλογισμό …

    Dictionary of Greek