παράλογος
31άρρωστος — η, ο (AM ἄρρωστος, ον) 1. ο αδύνατος, ο ασθενής 2. ο ψυχικά ασθενής νεοελλ. 1. μτφ. ο καταστενοχωρημένος, αυτός που δεν έχει διάθεση 2. ο παράλογος (π.χ. άρρωστη φαντασία, άρρωστος εγωισμός) αρχ. ο απρόθυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ρώννυμαι (παθ …
32άτοπος — η, ο (AM ἄτοπος, ον) 1. απρεπής, ανάρμοστος 2. το ουδ. ως ουσ. α) (στον εν.) κάτι το λογικά απαράδεκτο β) στον πληθ. παράνομες πράξεις 3. φρ. «η εις άτοπον απαγωγή» αποδεικτική διαδικασία στη λογική και στα μαθηματικά με την αναγωγή του… …
33άφρων — ( ονος), ον (AM ἄφρων) [φρην] 1. ανόητος, απερίσκεπτος 2. παράλογος, τρελός αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἄφρον η αφροσύνη …
34έκλογος — (I) ἔκλογος, ο (Α) 1. διήγηση 2. ισολογισμός. (II) ἔκλογος, ον (AM) μσν. παράλογος αρχ. εκλεκτός, διαλεχτός …
35έκτοπος — ἔκτοπος, ον (AM) I. 1. απομακρυσμένος από έναν τόπο 2. ξένος, αλλοδαπός 3. ασυνήθιστος, έκτακτος, παράλογος, παράδοξος, άτοπος 4. (για πρόσ.) ιδιότροπος, παράξενος, εκκεντρικός, ο εκτός τόπου 5. «ἔκτοπον ἔξοδον» (Ησύχ.) II. επίρρ. ἐκτόπως… …
36αεροφοβία — η Ιατρ. παράλογος, υποχονδριακός φόβος απέναντι στα ρεύματα τού αέρα ή, γενικά, απέναντι στον ψυχρό αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. aerophobia, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < aero (< αήρ, έρος) + phobia (< φοβία < φόβος)] …
37αλλο- — Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τόσο τής αρχαίας όσο και της νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα. Ετυμολογικά συνδέεται με τη λ. άλλος. Το αλλο ως α συνθετικό δηλώνει συνήθως τη σημασία τού «διαφορετικός, αλλιώτικος,… …
38αλογίζομαι — ἀλογίζομαι (Μ) [ἄλογος] είμαι παράλογος, φέρομαι παράλογα …
39αλογίκευτος — η, ο [λογικεύομαι] αυτός που δεν λογικεύεται ή δεν μπορεί να λογικευτεί, απερίσκεπτος, παράλογος …
40αλογίστευτος — ἀλογίστευτος, ον (Μ) [λογιστεύω] αλόγιστος, απερίσκεπτος, παράλογος …