παράλογος
21παραλογωτέρῳ — παράλογος beyond calculation masc/neut dat comp sg …
22παραλογώτατοι — παράλογος beyond calculation masc nom/voc superl pl …
23παραλογώτερα — παράλογος beyond calculation neut nom/voc/acc comp pl …
24παραλογώτερος — παράλογος beyond calculation masc nom comp sg …
25παράλογα — παράλογος beyond calculation neut nom/voc/acc pl …
26-λογος — (AM λογος) β συνθετικό πολλών προπαροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, στα οποία ο λόγος, με τη σημασία τής ομιλίας, επέχει θέση αντικειμένου τού α συνθετικού, που είναι ρήμα (φιλόλογος «φιλώ τον λόγο», δωσίλογος… …
27παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… …
28παραλογικός — ή, ό [παράλογος] αυτός που αντιβαίνει στη λογική, ο παράλογος …
29παραλογωτάτας — παραλογωτάτᾱς , παράλογος beyond calculation fem acc superl pl παραλογωτάτᾱς , παράλογος beyond calculation fem gen superl sg (doric aeolic) …
30άκαιρος — η, ο (Α ἄκαιρος, ον) αυτός που λέγεται ή γίνεται σε ακατάλληλο χρόνο, ο παράκαιρος νεοελλ. 1. πρόωρος 2. άγουρος 3. αδικαιολόγητος, παράλογος αρχ. 1. αυτός που γίνεται ενοχλητικός με το να κάνει ή να πει κάτι τη στιγμή που δεν πρέπει 2. ο… …