παράλογα

  • 1παράλογα — παράλογος beyond calculation neut nom/voc/acc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2παράλογος — η, ο, ΝΑ αυτός που λέγεται ή γίνεται αντίθετα με τον ορθό λόγο, έξω από τους κανόνες τής λογικής, άλογος («παράλογες αξιώσεις») 2. αυτός που υπάρχει ή συμβαίνει όταν και όπως δεν τόν περιμένει κανείς, απροσδόκητος, ανέλπιστος («τὰς αἰφνιδίους καὶ …

    Dictionary of Greek

  • 3Manos Hadjidakis — Mános Hadjidákis Pour les articles homonymes, voir Hadjidakis. Mános Hadjidákis (en grec : Μάνος Χατζιδάκις) (1925 1994) compositeur grec. Il est né à Xanthi, dans le nord est de la Grèce. En 1961 il reçut l Oscar de la meilleure chanson,… …

    Wikipédia en Français

  • 4Mános Hadjidákis — Pour les articles homonymes, voir Hadjidakis. Mános Hadjidákis (en grec : Μάνος Χατζιδάκις) (1925 1994) compositeur grec. Il est né à Xanthi, dans le nord est de la Grèce. En 1961 il reçut l Oscar de la meilleure chanson, pour sa chanson du… …

    Wikipédia en Français

  • 5άμαξα — η (Α ἅμαξα και ἄμαξα) 1. τροχοφόρο που σύρεται από υποζύγια και χρησιμοποιείται για μεταφορά ανθρώπων ή πραγμάτων από τόπο σε τόπο (στα αρχ., ειδικότερα, ο σκελετός, το πλαίσιο τής άμαξας, το αμάξωμα πρβλ. και ἀπήνη) 2. φρ. «τού λέω (ή τού ψέλνω) …

    Dictionary of Greek

  • 6ένδειγμα — το (AM ἔνδειγμα) ένδειξη, τεκμήριο μσν. πληθ. ἐνδείγματα σημεία και τέρατα, παράλογα ή περίεργα γεγονότα …

    Dictionary of Greek

  • 7ακαταλόγιστος — η, ο [καταλογίζω] 1. αυτός που σκέπτεται, μιλάει ή ενεργεί όχι σύμφωνα με τη λογική 2. ο ανεύθυνος για τους λόγους και τις πράξεις του λόγω διανοητικής αναπηρίας, ψυχικής διαταραχής ή μικρής ηλικίας 3. εκείνος που γίνεται παράλογα «πράξη… …

    Dictionary of Greek

  • 8αλαζών — ( όνος), ο, η (Α ἀλαζών) ως επίθ. αυτός που υπερηφανεύεται υπέρμετρα ή παράλογα, υπερήφανος, υπερόπτης αρχ. ως ουσ. 1. ο περιπλανώμενος, περιφερόμενος εδώ κι εκεί 2. αγύρτης, τσαρλατάνος, απατεώνας 3. ως επίθ. αλαζονικός, υπεροπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Το …

    Dictionary of Greek

  • 9αλογίζομαι — ἀλογίζομαι (Μ) [ἄλογος] είμαι παράλογος, φέρομαι παράλογα …

    Dictionary of Greek

  • 10αλογεύομαι — (Α ἀλογεύομαι) [ἄλογος] 1. είμαι παράλογος, μιλώ παράλογα 2. προσποιούμαι τον παράλογο 3. (Εκκλ.) [ἄλογον] λέγεται για την παρά φύση ασέλγεια και την κτηνοβασία …

    Dictionary of Greek