παράκτιος π
1παράκτιος — α, ο / παράκτιος, ία, ον, θηλ. και ος, ΝΑ αυτός που βρίσκεται κοντά στην ακτή νεοελλ. φρ. α) «παράκτιοι οργανισμοί» βιολ. οργανισμοί που ζουν στις παράκτιες περιοχές και υφίστανται την επίδραση τής παλίρροιας β) «παράκτιος πυρετός» (κτηνιατρ.)… …
2παράκτιος — α, ο αυτός που βρίσκεται ή γίνεται κοντά στην ακτή: Παράκτια αλιεία …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3παρακτίδιον — παράκτιος on the sea side masc/fem acc sg παράκτιος on the sea side neut nom/voc/acc sg παρακτίδιος masc/fem acc sg παρακτίδιος neut nom/voc/acc sg …
4παρακτίων — παράκτιος on the sea side fem gen pl παράκτιος on the sea side masc/neut gen pl …
5παράκτιον — παράκτιος on the sea side masc acc sg παράκτιος on the sea side neut nom/voc/acc sg …
6Παραλία Τράπεζας — Παράκτιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.) στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τράπεζας …
7παρακτίαις — παράκτιος on the sea side fem dat pl …
8παρακτίους — παράκτιος on the sea side masc acc pl …
9παράκτια — παράκτιος on the sea side neut nom/voc/acc pl …
10παράκτιοι — παράκτιος on the sea side masc nom/voc pl …