παράδοξα

  • 1παράδοξα — παράδοξος contrary to expectation neut nom/voc/acc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2παραδοξάσας — παραδοξά̱σᾱς , παραδοξάζω make wonderful fut part act fem acc pl (doric) παραδοξά̱σᾱς , παραδοξάζω make wonderful fut part act fem gen sg (doric) παραδοξάσᾱς , παραδοξάζω make wonderful aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3παράδοξος — η, ο / παράδοξος, ον, ΝΑ αυτός που γίνεται παρά προσδοκία, απίστευτος, απίθανος, παράξενος, αλλόκοτος (α. «οι ιστορίες του είναι πάντα παράλογες και παράδοξες» β. «πάνυ γὰρ παράδοξα λέγεις», Ξεν.) νεοελλ. 1. ιατρ. χαρακτηρισμός παθολογικού… …

    Dictionary of Greek

  • 4ПАРАДОКС —    • Παράδοξον,          называется в стоической философии изречение, которое по своей игривости кажется для простого человека странным, неожиданным, даже противоречащим здравому смыслу, но при ближайшем рассмотрении оказывается верным и… …

    Реальный словарь классических древностей

  • 5άπειρο — Το ατελείωτο, το απέραντο· το αναρίθμητο· ειδικότερα, το σύμπαν, το διάστημα. (Μαθημ.) Ήδη από την αρχαιότητα, η μαθηματική ανάλυση του α. συνδέεται στενά με τη φιλοσοφική αναζήτηση. Ονομαστά προβλήματα σχετικά με το ά., όπως τα παράδοξα του… …

    Dictionary of Greek

  • 6παραδοξογράφος — ο, ΝΜ φιλολ. όρος ο οποίος αποδόθηκε σε σειρά Ελλήνων συγγραφέων τής ελληνιστικής και μεταγενέστερης εποχής που με τα έργα τους περιέγραψαν διάφορα φυσικά φαινόμενα ή ανθρώπινα επιτεύγματα ή γεγονότα τής τοπικής ιστορίας, τα οποία δεν… …

    Dictionary of Greek

  • 7τερατολόγος — ο / τερατολόγος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και τερατολόγα Ν (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που λέει τερατολογίες, φανταστικές ιστορίες σχετικά με αλλόκοτα ή παράδοξα πράγματα νεοελλ. 1. αυτός έχει την τάση να λέει τερατολογίες 2. επιστήμονας βιολόγος ειδικός… …

    Dictionary of Greek

  • 8Мирсил из Мефимны — или Миртил греческий писатель времен первых Птолемеев, написал Λεσβιακά и Ίστορικά παραδόξα , из которых сохранились отрывки …

    Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • 9МИРСИЯ —    • Myrsĭlus,          Μυρσίλος, аттическое Μυρτίλος,        1. греческое имя лидийского царя Кандавла. Hdt. 1, 7;        2. имя историка из Мефимны на Лесбосе, жившего, вероятно, во время первых Птолемеев и написавшего Λεσβιακά и ι̉στορικὰ… …

    Реальный словарь классических древностей

  • 10Парадоксография — (Παραδοξογράφεια)  жанр сочинений о чудесных и необыкновенных вещах, существовавший уже в Древней Греции. Сам по себе термин не является древним, его впервые ввел немецкий филолог эллинист Антон Вестерманн в 1839 году. Основоположником жанра …

    Википедия