παρ' ἀξίαν
1παρά — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… …
2παρυμνώ — έω, Α υμνώ παρ αξίαν, χωρίς να τό αξίζει κάποιος …
3Σώπατρος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Κύπριος συγγραφέας σατιρικών δραμάτων, που έζησε στην εποχή του Μεγάλου Αλέξανδρου και του Πτολεμαίου. Έγραψε τα έργα Φακή, Βακχίς, Βακχίδος γάμος, Βακχίδος μνηστήρες, Ιππόλυτος, Γαλάται, Ευβουλοθεόμβρο τος, Κνιδία,… …
4αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να …
5λωφώ — λωφῶ, άω, ιων. και επικ. τ. λωφέω (Α) 1. σταματώ, λήγω («ἀλλ ὅδε μὲν τάχα λωφήσει, σὺ δὲ εἴσεαι αὐτός», Ομ. Ιλ.) 2. αναπαύομαι, ανακουφίζομαι, ησυχάζω από κάτι («κἄπειτ ἐπειδὴ τοῡδ ἐλώφησεν πόνου», Σοφ.) 3. (για πόνο, ασθένεια, δυστυχία, αλλά και …